Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Καθημερινοί οικονομικοί όροι με απλά λόγια

Παρακάτω θα βρείτε κάποιους συνηθισμένους οικονομικούς όρους, που μπορεί να συναντήσετε σε τραπεζικά έγγραφα, δάνεια και συμβάσεις κατόχων καρτών.
Ανακυκλούμενη Πίστωση - Ένα δάνειο που σας επιτρέπει να αποπληρώσετε διάφορα ποσά και κατόπιν να τα ξανα-δανειστείτε. Το μέγιστο ποσό που μπορείτε να δανειστείτε, ονομάζεται πιστωτικό όριο. Συνήθως το δάνειο δεν συνδέεται με κάποια συγκεκριμένη αγορά. Οι πιστωτικές κάρτες δίνουν πρόσβαση στην ανακυκλούμενη πίστωση.

Ανάληψη - Η διαδικασία ανάληψης μετρητών από ένα λογαριασμό σε ένα ATM ή σε ένα υποκατάστημα τραπέζης.

Ανατοκισμός - Τόκος επί του τόκου. Για παράδειγμα, εάν επενδύσετε 100€ με 10% επιτόκιο ανατοκισμού κάθε χρόνο, θα κερδίσετε 10% το πρώτο έτος. Θα έχετε, λοιπόν, συνολικά 110€. Το δεύτερο χρόνο, θα κερδίσετε 10% στα 110€, που ισοδυναμεί με 11€, αυξάνοντας το συνολικό ποσό στα 121€.
Ομοίως, ο ανατοκισμός είναι ο τόκος που προστίθεται τακτικά σε ένα δάνειο. Εάν δανειστείτε 100€ με επιτόκιο ανατοκισμού 10% ετησίως, θα οφείλετε 10€ παραπάνω τον πρώτο χρόνο. Έτσι, το οφειλόμενο ποσό θα φθάσει τα 110€. Το δεύτερο χρόνο, θα οφείλετε 10% επί των 110€, που ισοδυναμεί με 11€ - οπότε το σύνολο του δανείου σας θα είναι 121€.

Ασφάλιση Πίστωσης - Η ασφάλεια που αποπληρώνει οποιοδήποτε εκκρεμές πιστωτικό υπόλοιπο σε περίπτωση δυσχέρειας, όπως απόλυση, ασθένεια, αναπηρία ή θάνατος. Το ποσό που συνήθως καταβάλλεται είναι είτε η ελάχιστη δόση πλέον του τόκου κάθε μήνα είτε ολόκληρο το εκκρεμές ποσό.

ATM - Αυτόματο Μηχάνημα Ανάληψης Μετρητών - ευρέως γνωστό ως 'μηχανή ανάληψης'.

Βαθμολόγηση Πιστοληπτικής Ικανότητας - Η αξιολόγηση ενός ατόμου ή μίας επιχείρησης, που δείχνει το δανειοληπτικό ρίσκο που αντιπροσωπεύουν.

Δικαιούχος Πληρωμής - Ο αποδέκτης κεφαλαίων.

Εγγύηση - Το ενέχυρο για ένα δάνειο, συνήθως με τη μορφή περιουσιακών στοιχείων, μετοχών και μερισμάτων ή ασφαλιστήρια.

Έγκριση - Δύο ορισμοί:
i. Ένας υπολογισμός του ποιος οφείλει τι σε ποιον, κατά γενικό κανόνα ανάμεσα σε χρηματοοικονομικά ιδρύματα
ii. Η πληρωμή του ποσού που αναγράφεται σε μία επιταγή

Εισαγωγικό τέλος - Ένα ειδικό επιτόκιο που χρεώνεται για μία συγκεκριμένη περίοδο κατά το άνοιγμα ενός λογαριασμού ταμιευτηρίου ή λογαριασμού δανείου. Μπορεί να είναι ένα υψηλότερο επιτόκιο για να προωθήσει ένα λογαριασμό ταμιευτηρίου ή ένα χαμηλότερο επιτόκιο για ένα δάνειο.

Εκκαθάριση - Δύο ορισμοί:
i. Η εξόφληση του οφειλόμενου υπολοίπου ανάμεσα σε χρηματοοικονομικά ιδρύματα μετά την έγκριση
ii. Αποπληρωμή ολόκληρου του οφειλόμενου ποσού, π.χ. μετά την έγκριση μίας επιταγής

Εξουσιοδότηση - Η επιβεβαίωση μίας ενέργειας, συνήθως μίας πληρωμής από ή προς ένα λογαριασμό.

Ελάχιστη Χρέωση - Το μικρότερο ποσό ενός δανείου πιστωτικής κάρτας που μπορεί να καταβληθεί σε μία δόση. Συνήθως εμφανίζεται ως το μέγιστο ενός σταθερού ποσού ή ως ποσοστό του εκκρεμούς χρέους.

Έμβασμα - Τρεις ορισμοί:
i. Η μεταφορά χρημάτων που γίνεται μέσω ενός ηλεκτρονικού τερματικού, ενός ATM, ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, του τηλεφώνου ή του internet
ii. Η μεταφορά χρημάτων μέσω πιστωτικής κάρτας ή αυτόματης πληρωμής λογαριασμών
iii. Όρος για την αποστολή χρημάτων στο εξωτερικό

Επιταγή - Μία γραπτή εντολή πληρωμής από ένα λογαριασμό.

Ετήσιο Ποσοστό Τόκου (ΕΠΤ) - Το πραγματικό ετήσιο κόστος ενός δανείου, όπως ο λογαριασμός μίας πιστωτικής κάρτας, που περιλαμβάνει αμοιβές, χρεώσεις και τόκο. Αυτό μπορεί να είναι υψηλότερο από το απλό επιτόκιο.

Ημερομηνία Συναλλαγής - Η ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιείται μία συναλλαγή, όπως η πίστωση προς ή η χρέωση από έναν λογαριασμό.

Καθυστέρηση (Default) - Η σκόπιμη μη πληρωμή μίας ή πολλών δόσεων ενός δανείου.

Κατάσταση Χρέωσης - Μία κατάσταση που δείχνει τις χρεώσεις και τις πιστώσεις ενός λογαριασμού σε μία συγκεκριμένη περίοδο, συνήθως ενός μήνα.

Κεφάλαιο Δανεισμού - Το αρχικό ποσό του δανείου, εξαιρουμένων των πληρωτέων τόκων. Το ποσό του κεφαλαίου δανεισμού μπορεί να μειωθεί, καταβάλλοντας ένα ποσό μεγαλύτερο από τον υποχρεωτικό τόκο σε οποιαδήποτε από τις προκαθορισμένες περιόδους.

Λογαριασμός Ταμιευτηρίου - Λογαριασμός με τόκο επί των χρημάτων που έχουν κατατεθεί.

Μεταβλητό Επιτόκιο - Ένα επιτόκιο που αυξάνεται ή μειώνεται σύμφωνα με το βασικό επιτόκιο που ορίζεται από μία εθνική ή κεντρική τράπεζα.

Μετατροπή Συναλλάγματος σε πραγματικό χρόνο (Dynamic currency exchange) - Αγορά συναλλάγματος σε πραγματικό χρόνο, καθώς οι ισοτιμίες μεταβάλλονται καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας.

Μεταφορά Υπολοίπου - Η μεταφορά όλων των κεφαλαίων από ένα λογαριασμό σε άλλον. Συχνά ο όρος αναφέρεται σε ένα εκκρεμές δάνειο πιστωτικής κάρτας που μεταφέρεται από ένα λογαριασμό κάρτας σε άλλον.

Νόμισμα - Όρος που δόθηκε σε μονάδες νομισματικής αξίας. Το νόμισμα του μεγαλύτερου μέρους της ηπειρωτικής Ευρώπης είναι το ευρώ.

Οργανισμοί Ελέγχου Πιστοληπτικής Ικανότητας(Credit bureau)- Ένας οργανισμός που συλλέγει πιστωτικά ιστορικά και υπολογίζει το βαθμό ρίσκου πίστωσης για μεμονωμένους καταναλωτές και οργανισμούς.

Όροι - Οι λεπτομέρειες που καθορίζουν μία οικονομική σύμβαση.

Περίοδος Χάριτος - Ο χρόνος πριν εκπνεύσει η διορία πληρωμής του τόκου ή του κεφαλαίου ενός ανεξόφλητου δανείου.

Πιστοποίηση - Η επαλήθευση δεδομένων ασφαλείας, όπως ο κωδικός, το PIN (Προσωπικός Αριθμός Αναγνώρισης) ή η υπογραφή. Αυτό πιστοποιεί την ταυτότητα και επιτρέπει την ολοκλήρωση μίας συναλλαγής ή δίνει πρόσβαση σε ένα λογαριασμό.

Πιστωτική Κάρτα - Ένας λογαριασμός κάρτας που σας επιτρέπει να δανείζεστε χρήματα έως ένα συγκεκριμένο όριο. Το δανειζόμενο ποσό δεν συνδέεται με κάποια συγκεκριμένη αγορά ή αγορές.

Πιστωτικό Όριο - Το συνολικό ποσό που μπορεί να ξοδέψει ένας πελάτης με την πιστωτική του κάρτα οποιαδήποτε στιγμή.

Πιστωτικό Παρελθόν - Η έκθεση του 'οικονομικού' παρελθόντος ενός προσώπου ή μίας επιχείρησης, που συμπεριλαμβάνει εισοδήματα, εκκρεμούσες οφειλές ή χρηματοοικονομικές δεσμεύσεις και κάθε δικαστική απόφαση οφειλών. Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε τη σελίδα Διαχείριση πίστωσης.

Πληρωτής - Αυτός που δίδει ή αποστέλλει κεφάλαια.

Προηγούμενο Υπόλοιπο - Το υπόλοιπο του λογαριασμού σας πριν από την τελευταία σας συναλλαγή.

Προπληρωμένη (Prepaid) Κάρτα - Μία κάρτα η οποία έχει 'φορτωθεί' εκ των προτέρων με ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό και η οποία μπορεί να προσφερθεί ως δώρο ή και να χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού.

Προσεπιβάρυνση Ξένου Νομίσματος - Αμοιβή που χρεώνεται, όταν αγοράζετε ξένο νόμισμα ή αλλάζετε το ένα νόμισμα με άλλο.

Προσωπικός Αριθμός Αναγνώρισης (PIN) - Ένας αριθμός που χρησιμοποιείται για την πιστοποίηση του κατόχου κάρτας και ο οποίος συμβάλλει στην αποτροπή περιστατικών απάτης. Το PIN χρησιμοποιείται κάθε φορά που ο κάτοχος της κάρτας κάνει ανάληψη μετρητών από ένα ATM. Τα PIN χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο για την πιστοποίηση των κατόχων καρτών, όταν αγοράζουν αγαθά και υπηρεσίες.

Σημείο Πώλησης (POS) - Το σημείο όπου χρησιμοποιείται η κάρτα πληρωμής για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών. Περιλαμβάνονται καταστήματα, ιστοσελίδες, παραγγελίες μέσω ταχυδρομείου και μέσω
τηλεφώνου.

Σύμβαση Κατόχου Κάρτας - Οι συμφωνημένοι όροι και οι προϋποθέσεις ανάμεσα στον κάτοχο και στον εκδότη της κάρτας.

Τέλος Καθυστέρησης Καταβολής - Μία χρέωση για καθυστερημένη καταβολή δόσης ενός οποιουδήποτε είδους δανείου.

Τέλος Μεταφοράς Υπολοίπου - Χρέωση για τη μεταφορά ενός υπολοίπου ή δανείου σε έναν άλλον πάροχο.

Τέλος Υπηρεσίας - Μία εισφορά για διοικητικές υπηρεσίες που πραγματοποιούνται από έναν οργανισμό, όπως μία τράπεζα.

Τόκος - Μία χρέωση για ένα δάνειο, συνήθως ένα ποσοστό του συνολικού ποσού. Το επιτόκιο είναι η χρέωση που γίνεται για μία προκαθορισμένη περίοδο. Για παράδειγμα, ένα ετήσιο επιτόκιο της τάξης του 15% σημαίνει πως για κάθε 100€ που δανείζεστε για ένα χρόνο, η χρέωση είναι 15€ (δίχως τα τέλη). Δείτε, επίσης, τον όρο 'Ετήσιο Ποσοστό Τόκου'.

Τρεχούμενος Λογαριασμός - Ο βασικός τύπος τραπεζικού λογαριασμού. Συνήθως οι καταθέσεις κερδίζουν τον ελάχιστο ή καθόλου τόκο. Τα κεφάλαια μπορούν να αναληφθούν με επιταγή, με χρεωστική κάρτα ή με ηλεκτρονική μεταφορά.

Υπερανάληψη (Overdraft) - Μία διευκόλυνση που διατίθεται σε κατόχους τρεχούμενου λογαριασμού και η οποία τους επιτρέπει να ξοδέψουν ένα προκαθορισμένο ποσό, εκτός του υπολοίπου του λογαριασμού τους. Μπορεί να χρεωθεί τόκος, εάν γίνει αυτή η δανειοληπτική διευκόλυνση.

Υπόλοιπο - Δύο ορισμοί:
i. Το χρηματικό ποσό ενός λογαριασμού μετά την αφαίρεση ή πρόσθεση όλων των χρεώσεων και πιστώσεων
ii. Το υπόλοιπο χρέος ενός δανείου

Χρέωση Ανάληψης Μετρητών μέσω Κάρτας - Χρέωση για την ανάληψη χρημάτων μέσω πιστωτικής κάρτας.

Χρέωση Debit - Η αφαίρεση χρημάτων από ένα ποσό που βρίσκεται σε μία τράπεζα ή σε ένα λογαριασμό κάρτας.

Χρεωστική κάρτα - Μία κάρτα για την άμεση ανάληψη χρημάτων από έναν τρεχούμενο λογαριασμό, για χρήση είτε σε επιχειρήσεις και άλλα καταστήματα είτε σε ATM.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου