Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Εναλλακτικές καλλιέργειες: (Αρώνια, Αλόη,Γκότζι, Ιπποφαές, Μύρτιλλο, Στέβια) σύντομες πληροφορίες


Πρωτοποριακές, εξωτικές, αλλά και παραδοσιακές καλλιέργειες έχουν τραβήξει την προσοχή νέων και παλαιών αγροτών και επιχειρηματιών. Μεταξύ αυτών των καλλιεργειών, το ενδιαφέρον εστιάζεται στα καλλιεργούμενα ήδη φυτών Στέβια, Ιπποφαές, Κρανιά, Γκότζι Σμέουρο, Ακτινίδιο, Ρόδι, Φραγκοστάφυλο, Βατόμουρο, Αρώνια, Αλόη, Αγριοαγκινάρα, Βελανιδιά, Ελιές πυκνής φύτευσης, Καστανιά, Καρυδιά, Εδώδιμο Βαμβάκι και πολλά άλλα.
Να λοιπόν μερικές εναλλακτικές καλλιέργειες που υπόσχονται καλύτερες ημέρες...




Αρώνια (λατ., Aronia melanocapsa, αγγλ., Chokeberry)
Είναι φυλλοβόλος θάμνος χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις και με χαμηλό κόστος καλλιέργειας. Φτάνει τα 1-3 μέτρα σε ύψος, έχει μικρά άσπρα άνθη και μαύρους στρογγυλούς καρπούς. Ανάλογα την περιοχή που καλλιεργείται ανθίζει τους καλοκαιρινούς μήνες και καρποφορεί το φθινόπωρο. Η παραγωγή του ξεκινάει το 3ο έτος και σταδιακά αυξάνεται.
Η Αρώνια αναπτύσσεται ταχύτατα σε ελαφρά εδάφη με πολύ καλή αποστράγγιση. Αντέχει τη σκιά αλλά ευδοκιμεί πολύ καλά σε ηλιοφάνεια και είναι πολύ ευαίσθητη στον καύσωνα. Απαιτεί ελάχιστο κλάδεμα, χρειάζεται άρδευση και κινδυνεύει μόνο από τα πουλιά. Θεωρείται βιολογική καλλιέργεια καθώς δεν χρειάζονται λιπάνσεις και ραντίσματα. Αντέχει σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες (-25°C). Έχει μεγάλη διάρκεια ζωής (έως 100 έτη) και χαμηλό κόστος καλλιέργειας.
Η αρώνια είναι ένα πολύτιμο φαρμακευτικό φυτό. Ο καρπός της μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε μαρμελάδες, χυμούς, σιρόπια, λικέρ αλλά και στη φαρμακοβιομηχανία διότι περιέχει πολλές βιταμίνες, ιχνοστοιχεία, πολυφαινόλες (πενταπλάσιες των σταφυλιών) και πολλά άλλα πολύτιμα στοιχεία. Στη Λιθουανία μάλιστα παράγεται κρασί από τους καρπούς της, το οποίο ονομάζεται Aronijos, και συνιστάται για την πρόληψη από καρδιοπάθειες. Η αρώνια μπορεί να καλλιεργηθεί σε όλες τις περιοχές της χώρας εκτός από τις εξαιρετικά θερμές (με συχνούς καύσωνες άνω των 40-42°C). Η πρώτη καλλιέργεια αρώνιας στην Ελλάδα είναι βιολογική και ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια στις Σέρρες.


Αλόη η γνησία (λατ., Aloe vera)
Κατά πάσα πιθανότητα κατάγεται από τη Β. Αφρική, τις Κανάριους Νήσους και το Πράσινο Ακρωτήρι. Η χρήση της ξεκινά περίπου το 2200 π.X. με τα οφέλη της να είναι γνωστά στην Περσία, στην Αίγυπτο, στην αρχαία Ελλάδα, στη Ρώμη, στην Ινδία και στην Αφρική. Σύμφωνα με τη μυθολογία, υπήρξε το μυστικό ομορφιάς της Κλεοπάτρας και της Νεφερτίτης, ενώ ο Νικόδημος τη χρησιμοποίησε για την περιποίηση του λειψάνου του Χριστού.
Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν την αλόη τη γνησία για τη θεραπεία πληγών. Κατά το Μεσαίωνα, το κίτρινο υγρό που βρίσκεται μέσα στα φύλλα χρησιμοποιούνταν ως καθαρτικό. Στο δυτικό κόσμο και στην Αμερική, η διάδοσή της οφείλεται κυρίως στους Ισπανούς Ιησουΐτες που τη φύτευαν στις αποικίες. Ωστόσο, μόλις το 1930 άρχισαν να μελετώνται επιστημονικά, κυρίως από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, οι ιδιότητες του φυτού και η δυνατότητα χρήσης του στη δυτική ιατρική. Σήμερα, διεξάγονται όλο και περισσότερες έρευνες για τη θεραπευτική της δράση και σε πολλές περιπτώσεις τα αποτελέσματα είναι θεαματικά. Το είδος είναι γνωστό για τη χρήση του σε εναλλακτικές θεραπείες με χρήση φυτών.
Μπορεί να αναπτυχθεί σε πολλούς τύπους εδαφών. Συνήθως δεν απαιτείται να χρησιμοποιηθούν χημικά λιπάσματα ούτε φυτοφάρμακα, διότι η σκληρή και παχιά επιδερμίδα των φύλλων της αποτελεί σημαντική φυσική άμυνα. Είναι ανθεκτική σε συνθήκες ξηρασίας, ωστόσο η δυνατότητα άρδευσης βελτιώνει την απόδοσή της. Αποτελεί εναλλακτική λύση σε περιοχές με ξηροθερμικές συνθήκες. Όμως δεν είναι πολύ ανθεκτική σε χαμηλές θερμοκρασίες, αν και μπορεί να αντέξει ως -3°C με μικρές απώλειες. Ιδανική θερμοκρασία 20°C-25°C. Η αλόη έχει πολλαπλές ιδιότητες οι οποίες αξιοποιούνται τόσο στη φαρμοκοβιομηχανία όσο και στη βιομηχανία καλλυντικών.
Είναι φυτό βραδείας ανάπτυξης και φτάνει σε ύψος μέχρι και το 1,60 μ. Για να φτάσει στο στάδιο της ωρίμασης απαιτείται μία περίοδος 4-5 ετών και παραμένει παραγωγική για 3 με 9 έτη. Κατά τη διάρκεια της ζωής της (12 έτη) μπορεί να παράγει περισσότερα από 80 φύλλα. Στην Ελλάδα η καλλιέργειά της ξεκίνησε τα τελευταία χρόνια και γίνεται σε έκταση 150 στρεμμάτων στον Τσούτσουρα του Ηρακλείου Κρήτης.


Γκότζι (λατ., Lycium barbarum, αγγλ., Goji-berry ή  wolfberry)
Είναι είδος ενδημικό της Κίνας και χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα ως υπερτροφή, καθώς έχει σημαντικές αντιοξειδωτικές ιδιότητες και θεωρείται ότι ενδυναμώνει τον οργανισμό. Είναι γνωστό εδώ και αιώνες στην Κίνα και στην περιοχή του Θιβέτ. Στην Κίνα αναφέρεται στις λαϊκές παραδόσεις από το 2.800 π.Χ. Χρησιμοποιείται στην κινεζική ιατρική για τις ευεργετικές του ιδιότητες όσον αφορά την τόνωση της λειτουργίας του ήπατος και των νεφρών. Γενικά, αναζωογονεί και δίνει ενέργεια σε ολόκληρο τον οργανισμό. Κάποιοι πιστεύουν ότι είναι το μυστικό της μακροζωίας. Εκτός Κίνας, έχει επικρατήσει ως φρούτο, που παράγεται από δύο πολύ συγγενικά μεταξύ τους είδη και τα οποία έχουν πολύ μικρές διαφορές,  το Lycium barbarum και το Lycium chinense. Αυτά είναι ενδημικά είδη της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ασίας.
Τα Γκότζι είναι φυλλοβόλα, πολυετή φυτά, με ξυλώδη κορμό και φτάνουν σε ύψος από 1 μέχρι 4 μέτρα. Μπορεί να αναπτυχθεί σε αμμώδη και αργιλώδη εδάφη που είναι φτωχά σε θρεπτικά συστατικά, και σε ηλιόλουστους ή ημισκιερούς τόπους. Τα φύλλα τους σχηματίζονται επάνω στους βλαστούς και είναι είτε εναλλασσόμενα, είτε σε δέσμες των τριών ή περισσοτέρων. Το σχήμα τους είναι λογχοειδές (σαν πλατιά αιχμή δόρατος) και μοιάζουν με τα φύλλλα της ελιάς σε σχήμα, αλλά το χρώμα του είναι πιο ανοιχτό πράσινο και τρυφερό. Επάνω στα στελέχη σχηματίζονται από ένα μέχρι τρία άνθη σε χρώμα μωβ ή πορφυρό. Η ανθοφορία του φυτού παρατηρείται από τον Ιούνιο ως το Σεπτέμβριο και η ωρίμανση των καρπών από τον Αύγουστο μέχρι τον Οκτώβριο, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος, το υψόμετρο και το κλίμα.
Αυτά τα φυτά παράγουν φρούτα όπως τα μούρα, σε σχήμα μικρής ντομάτας, σε έντονο πορτοκαλι-κόκκινο χρώμα και ελλειψοειδές σχήμα 1–3-cm μήκος και είναι πολύ τρυφερά και μαλακά. Ο κάθε καρπός περιέχει μεγάλο αριθμό από σπόρους. Τα γκότζι δεν βρίσκονται σχεδόν ποτέ φρέσκα, εκτός από τις περιοχές παραγωγής τους, και συνήθως πωλούνται σε ανοιχτά κουτιά και μικρές συσκευασίες, σε ξηρά μορφή. Η γεύση τους μοιάζει με της σταφίδας, αφήνοντας και μια μικρή αίσθηση ντομάτας και κερασιού. Μπορούν να φαγωθούν ωμά ή να μαγειρευτούν. Οι Κινέζοι κάνουν σούπες με αυτό το μούρο. Τα φύλλα και οι τρυφεροί βλαστοί καταναλώνονται ως λαχανικό.
Ως τρόφιμο, τα αποξηραμένα γκότζι, παραδοσιακά μαγειρεύονται πριν την κατανάλωση. Συχνά, προστίθενται σε ρύζι, μούσλι, γιαούρτι, κλπ. Οι καρποί τους επίσης βράζονται για τσάι, συχνά μαζί με άνθη χρυσάνθεμου ή και κόκκινα τζίτζιφα, ή με κάποιο άλλο βότανο για τσάι, και είναι διαθέσιμοι και σε συσκευασίες ως τσάι. Επίσης, παράγονται διάφορα κρασιά που περιέχουν γκότζι, και μερικά από αυτά είναι μίγμα σταφυλιού και γκότζι. Τα γκότζι θεωρούνται ως μια από τις πλουσιότερες φυσικές πηγές. Περιέχουν βήτα-καροτίνη, βιταμίνη C, βιταμίνη Β1 και Β2, καθώς και μια σειρά άλλων βιταμινών, μεταλλικά στοιχεία, αντιοξειδωτικά και αμινοξέα. Επίσης, περιέχουν διάφορες φυτοστερόλες, ωφέλιμα λίπη, όπως ω-6 και λινολεϊκό οξύ, πολλούς υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, λιπαρά και διατροφικές ίνες απαραίτητα για το σώμα. Το φυτό Lycium barbarum μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως φράχτης και να σταθεροποιήσει αμμώδη εδάφη, γιατί σχηματίζει γερές και βαθιές ρίζες.


Ιπποφαές (λατ., Hippophae rhamnoides, αγγλ., Sea-Buckthorn)
Στην αρχαιότητα η χρήση του ήταν πολύ διαδεδομένη. Σχετικές αναφορές υπάρχουν σε κείμενα του Θεόφραστου, μαθητή του Αριστοτέλη, αλλά κυρίως του Διοσκουρίδη, του πατέρα της Φαρμακολογίας. Λέγεται, ότι τα στρατεύματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία, παρατήρησαν ότι τα άρρωστα και τραυματισμένα άλογα που έτρωγαν τα φύλλα και τους καρπούς αυτού του φυτού  ανάρρωναν γρηγορότερα, αποκτούσαν περισσότερη δύναμη, ενώ το τρίχωμά τους δυνάμωνε και γινόταν πιο λαμπερό. Το κοινό ιπποφαές είναι φυλλοβόλος θάμνος που μπορεί να φτάσει  σε ύψος μέχρι και 6 m.
Είναι ανθεκτικό στο ξηρό ή στο πολύ αμμουδερό έδαφος και ευδοκιμεί σε ηλιόλουστες θέσεις. Έχει πυκνά, σκληρά και πολύ ακανθώδη κλαδιά. Τα φύλλα του είναι ανοιχτόχρωμα αργυρο-πράσινα, λογχοειδή, μήκους 3–8 cm και πλάτους λιγότερο από 7 mm. Είναι δίοικο φυτό, με ξεχωριστά αρσενικά και θηλυκά φυτά. Το αρσενικό φυτό παράγει καφέ άνθη, τα οποία παράγουν γύρη προς γονιμοποίηση. Τα θηλυκά φυτά παράγουν πορτοκαλοκίτρινους σαρκώδεις καρπούς με διάμετρο 6–9 mm, μαλακούς, χυμώδεις και πλούσιους σε έλαια.
Ο καρπός του έχει υψηλή περιεκτικότητα σε βιταμίνη C περίπου 15 φορές περισσότερη από το πορτοκάλι που κατατάσσει το ιπποφαές στις πιο πλούσιες πηγές, από τα φυτά, σε βιταμίνη C. Ο καρπός ωστόσο είναι πλούσιος σε καροτενοειδή, βιταμίνη E, αμινοξέα, μέταλλα, β-σιτοστερόλη και πολυφαινολικά οξέα. Το ιπποφαές είναι φυτό κατάλληλο και για παραλιακές φυτεύσεις αφού είναι ανθεκτικό στον αέρα και στα υδροσταγονίδια της θάλασσας. Σήμερα ο καρπός του χρησιμοποιείται συνήθως σε μαρμελάδες, χυμούς, συντηρητικά, κομπόστες και αφεψήματα. Τα αιθέρια έλαια των σπόρων αποτελούν πολύτιμο προϊόν για την παρασκευή φαρμακευτικών σκευασμάτων. Χρησιμοποιείται επίσης για τη βελτίωση της γονιμότητας υποβαθμισμένων εδαφών.  Στην Ελλάδα τα τελευταία δύο χρόνια γίνονται κάποιες μεμονωμένες προσπάθειες καλλιέργειας ιπποφαούς σε Κοζάνη, Πέλλα, Κρήτη και Φθιώτιδα.


Μύρτιλλο (λατ.,Vaccinium corymbosum, αγγλ.,Blueberry)
Eίναι φυλλοβόλος θάμνος, ενδημικό της Νέας Αγγλίας, που φτάνει σε ύψος και πλάτος κόμης το 1,5 μέτρο. Έχει μικρά ροζ καμπανοειδή άνθη που εμφανίζονται στα τέλη άνοιξης με αρχές καλοκαιριού, ενώ καρποφορεί μπλε-μαύρους καρπούς το καλοκαίρι, τα μύρτιλλα. Το ιδανικό έδαφος για την ανάπτυξή του είναι το ελαφρό αμμώδες, όξινο, πλούσιο σε οργανική ύλη, αλλά καλά αποστραγγιζόμενο.
Η ιστορία του φυτού ξεκινά πριν από πολλά χρόνια στη μακρινή Σιβηρία, στα έλη όπου βρέθηκε το ασυνήθιστο φυτό Vaccinium corumbosum, Κατά τη διάρκεια εκατοντάδων χρόνων οι άνθρωποι απολάμβαναν το χρώμα και το άρωμα του φυτού, χωρίς να γνωρίζουν τις ευεργετικές του ιδιότητες. Όταν βρέθηκε στα χέρια των Aμερικανών επιστημόνων εξημερώθηκε μετά από μακροχρόνιες επιστημονικές έρευνες.
Τα μύρτιλλα, αποτελούν μια πλούσια πηγή αντιοξειδωτικών, έχουν την ικανότητα να επιβραδύνουν τους μηχανισμούς της γήρανσης, αλλά και συμβάλλουν στην ανανέωση του οργανισμού, βοηθούν στην αναδόμηση των κυττάρων, εμφανίζουν αντιφλεγμονώδη και αντιμικροβιακή δράση. Βοηθούν στην πρόληψη λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος. Είναι ιδιαίτερα πλούσια σε βιταμίνες (C, E) , βοηθούν τη μνήμη και την όραση. Επίσης, συμβάλλουν κατά πολύ στη καλή λειτουργία της πέψης λόγω των φυτικών ινών που περιέχουν. Θεωρούνται πολύ καλά για την όραση και ακόμη ότι συμβάλλουν στη καταπολέμηση του καρκίνων, καθώς και στη καταπολέμηση ασθενειών όπως Parkinson και Alzheimer.
Στην Ελλάδα, το δενδρώδες μύρτιλλο φυτεύεται κυρίως την άνοιξη. Στα νησιά όμως της Ν. Ελλάδας λόγω των κάπως πιο αυξημένων θερμοκρασιών, μπορεί να φυτευτεί από τα μέσα του φθινοπώρου μέχρι αρχές της άνοιξης. Τα φυτά μπορεί να φυτευτούν και σε γλάστρες, αλλά πρέπει να βρίσκονται σε προφυλαγμένες από τον αέρα θέσεις.


Στέβια (λατ., Stevia rebaudiana)
Το φυτό αυτό, με προέλευση από τη Βραζιλία και την Παραγουάη, έχει φύλλα με γλυκιά γεύση, καθώς -περιέχουν μια γλυκαντική ουσία που ονομάζεται στεβιόζη ή στεβιόλη. Αυτή η ουσία είναι γνωστή εδώ και αιώνες στους αυτόχθονες της Ν. Αμερικής που τη χρησιμοποιούν ως φυσικό γλυκαντικό. Τα τελευταία χρόνια αυτό το φυτό και τα γλυκαντικά συστατικά του τράβηξαν την προσοχή εξαιτίας της αυξημένης ζήτησης σε τρόφιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη και θερμίδες (έχουν πολλαπλάσια γλυκύτητα από τη ζάχαρη, δεν αποδίδουν ενέργεια (θερμίδες) και δεν περιέχουν υδατάνθρακες.). Η Κίνα αποτελεί τον μεγαλύτερο καλλιεργητή στέβιας στον κόσμο. Τα φύλλα της στέβιας αποτελούν συστατικό αναψυκτικών τύπου light, ενώ παρασκευάσματα στέβιας χρησιμοποιούνται επίσης ως γλυκαντικές ουσίες σε τρόφιμα και ροφήματα και το ίδιο το φυτό σε σαλάτες ή για την παρασκευή αφεψήματος. Από έρευνες που έγιναν στην Ελλάδα διαπιστώθηκε ότι η απόδοση της αρδευόμενης καλλιέργειας σε ξηρά φύλλα μπορεί να φτάσει και τα 600 κιλά ανά στρέμμα. Πάντως πειράματα έδειξαν ότι σε γενικές γραμμές αποδίδει πάνω από 200 κιλά ανά στρέμμα σε ξηρά φύλλα σε διάφορες περιοχές της χώρας, απόδοση η οποία θεωρείται το όριο για να είναι οικονομικά βιώσιμη η καλλιέργεια.