Από τον 19ο αιώνα, το 1870, στο πλούσιο από ελαιόδεντρα νησί της Λέσβου, ο Δημήτρης Παπουτσάνης δημιούργησε το πρώτο ατμοκινούμενο εργοστάσιο παραγωγής ελαιολάδου, το οποίο όμως δεν εξήγαγε μόνο ελαιόλαδο άριστης ποιότητας αλλά και αγνό σαπούνι ελαιλάδου. Αυτό σήμανε τη γέννηση μιας εταιρίας που μετρά 147 χρόνια ζωής…
Το 1913 η παραγωγική μονάδα μεταφέρθηκε στον Πειραιά, όπου η πρώτη γραμμή βιομηχανικής παραγωγής σαπουνιού ξεκίνησε.
Η επέκταση της εταιρίας το 1972 και η ένταξη της στο Χρηματιστήριο Αξιών μέχρι και σήμερα μετέφερε στα βόρεια προάστια της Αθήνας τις δραστηριότητες της.
Τον Φεβρουάριο του 2001, η συνεχής ανάπτυξη της Παπουτσάνης οδήγησε στα εγκαίνια του νέου εργοστασίου στα βόρεια της Αττικής, περιοχή Χαλκίδας καθιστώντας τη μεγαλύτερη μονάδα παραγωγής σαπουνιού στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τον μεγαλύτερο προμηθευτή ξενοδοχειακών προϊόντων προσωπικής περιποίησης στην Ελλάδα.
Τα πρώτα σύννεφα
Στις αρχές της δεκαετίας, όμως, αντιμετώπισε προβλήματα και ήρθε σε αδιέξοδο. Το ίδιο είχε συμβεί και δέκα χρόνια πριν, όταν οι σεισμοί του 1999 την ανάγκασαν να μεταστεγαστεί σε άλλο χώρο. Όπως τότε, όμως, έτσι και τώρα η Παπουτσάνης ΑΒΕΕ ήξερε τον τρόπο να.. ξεγλιστράει από τις κακοτοπιές και να βρίσκει λύσεις στα αδιέξοδά της.
Αυτή τη συνταγή ακολουθεί και σήμερα που το κραχ της χώρας τής χτύπησε την πόρτα και τα capital controls ζόρισαν τους πάντες. Εξάλλου η Παπουτσάνης έχει μάθει να τρέφεται από τις κρίσεις της και τελικά να προχωρά μπροστά.
Μενέλαος Τασόπουλος - Γιώργος Γκάτζαρος, το νέο διευθυντικό αίμα της εταιρείας
Και αυτό φυσικά οφείλεται στο διοικητικό της τιμ. Με σπουδές στην Αμερική και έχοντας ξεκινήσει την επαγγελματική σταδιοδρομία του στην Παπουτσάνης, ο νυν διευθύνων σύμβουλος και αντιπρόεδρός της Μενέλαος Τασόπουλος, μαζί με τον στενό φίλο και συνεταίρο του πλέον Γιώργο Γκάτζαρο ήταν εκείνοι που σήκωσαν το μεγάλο φορτίο της αναστύλωσης της εταιρείας το 2010.
Με πείρα ο πρώτος στη βιομηχανία αλλά και τον τραπεζικό κλάδο και ο δεύτερος στις επιχειρήσεις, ως ιδρυτής της εταιρείας Gageo ABEE που συγχωνεύτηκε εντός του 2009 με την Plias ΑΒΕΕ (από το 2008 έως και το 2009 ήταν σύμβουλος βιομηχανοποίησης των εταιρειών Plias και Gageo), στρώθηκαν στη δουλειά παίρνοντας τη σκυτάλη από την οικογένεια Δαυίδ. Και πραγματικά κατάφεραν σημαντικές νίκες παρά τα προβλήματα που προέκυψαν κυρίως το 2014 λόγω απώλειας ενός μεγάλου πολυεθνικού παίκτη.
Σήμερα όμως η Παπουτσάνης, συμπληρώνοντας 147 χρόνια πορείας, μπορεί να ονειρεύεται. Κι αυτό διότι όσο και αν η λιανική και τα πολλά «κανόνια» μεγάλων ομίλων ζόρισαν την αγορά, τα πράγματα φαίνονται πιο θετικά. Μια σειρά συνεργασιών και συμμαχιών με μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες, η παραγωγή φασόν για τρίτους και τα private labels απογείωσαν το γκρουπ.
Μια βιομηχανία 5 αστέρων
Βασικότερη όλων φάνηκε να είναι, σύμφωνα με το newmoney.gr, η συνεργασία με τη Sysco Guest Supply, έναν από τους μεγαλύτερους διανομείς ξενοδοχειακών καλλυντικών διεθνώς, η οποία ξεκίνησε το δεύτερο εξάμηνο του 2015 και αφορά στην τροφοδοσία πολυτελών «5άστερων» σε όλη την Eυρώπη. Ένα deal που λίγο έλειψε να «σκοτώσει» η πορεία της χώρας και το δημοψήφισμα που οδήγησε στους κεφαλαιακούς ελέγχους, όμως σώθηκε λόγω των πολύ καλών χειρισμών των Γκάτζαρου και Τασόπουλου.
Παράλληλα το διοικητικό δίδυμο του ομίλου, με σαφή προσανατολισμό προς το εξωτερικό, έχει σήμερα κατορθώσει το 39% των πωλήσεων του γκρουπ να αφορά εξαγωγές, με αποτέλεσμα πλέον οι χρήσεις να είναι απανωτά κερδοφόρες. Από τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής βιομηχανίας είναι ότι το deal με τη Sysco Guest Supply προσθέτει περί τα 2 εκατ. ευρώ στον συνολικό κύκλο εργασιών της Παπουτσάνης. Αυτή η συμφωνία ήταν που ανέστρεψε τη δύσκολη πορεία που είχε εκφραστεί με συμμάζεμα της βιομηχανικής δραστηριότητας και έντονο προβληματισμό ακόμα και για το μέλλον της μονάδας στη Ριτσώνα. Η απώλεια ενός μεγάλου πελάτη όμως «ξύπνησε» την εταιρεία και σήμερα, εντός μόλις δύο ετών, σχεδόν διπλασίασε τις πωλήσεις της στον ξενοδοχειακό κλάδο από το 22% στο 39%, βρίσκοντας ένα σημαντικό νέο κανάλι επίτευξης ανοδικών τζίρων.
Και όλα αυτά χάρη στο διοικητικό δίδυμο της εταιρείας, το οποίο έχει καταγάγει σημαντικές νίκες επί έξι συνεχή χρόνια. Η Παπουτσάνης μεταβλήθηκε σε κερδοφόρα από διαρκώς ζημιογόνα επιχείρηση με έμφαση πλέον στο εξωτερικό, καθώς εμφανίζει σημαντικές πωλήσεις σε Καναδά, Νότια Αφρική, Κίνα, ΗΠΑ και Ρωσία, έχοντας βρει σημαντικές διεξόδους από τη στενή ελληνική αγορά. Μια αγορά που λόγω των εγχώριων προβλημάτων παραπαίει. Με βάση το ισχυρό χαρτοφυλάκιο των προϊόντων της (Καραβάκι, Olivia, Skin Essentials κ.ά.) άλλωστε έχουν «ξεκλειδώσει» σημαντικές ξένες αγορές, αν και πάντοτε υπάρχει κάποιος προβληματισμός για την εξάρτηση της βιομηχανίας από έναν ή το πολύ δύο μεγάλους πελάτες που ανά πάσα στιγμή μπορούν να αποχωρήσουν δημιουργώντας προβλήματα. Αυτή ήταν και η «διάγνωση» που οδήγησε τους επιχειρηματικούς Διόσκουρους σε άλλες λύσεις, δηλαδή προς το άνοιγμα στον ξενοδοχειακό κλάδο. Βέβαια δεν ήταν η πρώτη φορά που αυτή η αγορά μπήκε στο στόχαστρο από τους κυρίους Τασόπουλο και Γκάτζαρο, καθώς και ο πρώην διευθύνων σύμβουλος του ομίλου, ο κ. Διαμαντής Λέντσιος, είχε επιλέξει ακριβώς την ίδια στροφή με επιτυχία, αν και δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει αυτή την πολιτική.
Η μονάδα της Ριτσώνας
Το εργοστάσιο της Ριτσώνας είναι μία από τις πιο εξελιγμένες τεχνολογικά στην Ευρώπη στον χώρο της σαπωνοποιίας, την οποία ανταγωνίζονται μονάχα τούρκικα εργοστάσια. Πάντως ήδη η Παπουτσάνης από μερίδιο αγοράς 10% το 2010 έφτασε σήμερα να έχει άνω του 20% στην Ελλάδα - κι αυτό χωρίς έντονη διαφήμιση. Η εταιρεία με χαμηλότερα κόστη διοίκησης και ελάχιστες απολύσεις βάσισε το νέο της μοντέλο στην αύξηση της παραγωγικότητας και κατάφερε κάτω από αντίξοες συνθήκες να περάσει στην καινούρια της φάση. Μάλιστα επί τέσσερις συνεχείς χρήσεις η Παπουτσάνης βελτίωνε τα οικονομικά της μεγέθη, με τις εποχές των σημαντικών ζημιών και των διαδοχικών κεφαλαιακών ενισχύσεων να αποτελούν παρελθόν. Παράλληλα, εντός του 2017 αναμένεται να παρουσιαστούν σημαντικές νέες σειρές καινοτομικών προϊόντων.
Η ιστορία
Η οικογένεια Παπουτσάνη ξεκίνησε, όπως είπαμε, από τον Δημήτριο Ι. Παπουτσάνη το 1870, ο οποίος παρήγαγε εκτός από εκλεκτό ελαιόλαδο και μια μικρή ποσότητα σαπουνιού. Ο Δημήτριος Παπουτσάνης όμως ως πολυπράγμων δραστηριοποιούνταν στο γενικό εμπόριο και συνεργαζόταν με εμπορικούς οίκους της Μασσαλίας, της Γένοβας, της Αλεξάνδρειας, της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης.
Στη συνέχεια τη σκυτάλη πήραν οι τρεις γιοι του, οι οποίοι ίδρυσαν το 1899 την πρώτη εταιρεία Παπουτσάνης. Το τμήμα εξαγωγών ανέλαβε ο Παναγιώτης Παπουτσάνης με έδρα την Κωνσταντινούπολη, που ήταν επιχειρηματικό κέντρο της εποχής με διεθνή προσανατολισμό. Ο Παναγιώτης Παπουτσάνης απέκτησε τη σαπωνοποιία του Πειραιά το 1917, εγκαινιάζοντας μια πορεία προς τη Δύση με άξονα το ανερχόμενο επίσης λιμάνι της Ελλάδας. Από το 1917 έως το 1936 που ξεκίνησε η αρωματική σαπωνοποιία, το εργοστάσιο Παπουτσάνη του Πειραιά παρήγε πράσινο σαπούνι μπουγάδας και κύβους σαπουνιού Μασσαλίας. Δύο εξαιρετικά δημοφιλή προϊόντα πριν από τον πόλεμο ήταν το «Νο. 2», σαπούνι ευρείας κατανάλωσης με άρωμα πασχαλιάς και το σαπούνι «Φλώρα», το οποίο κυκλοφόρησε τυλιγμένο σε ζελατίνα.
Ερείπια από τους Ναζί
Ήταν η περίοδος όπου η Ελληνίδα νοικοκυρά έπλενε στο χέρι και αναζητούσε τρόπο να εκμοντερνίσει τη ζωή της. Στη συνέχεια μπήκαν σταδιακά στην επιχείρηση οι γιοι του Παναγιώτη Παπουτσάνη, με πρώτο τον Δημήτρη, ο οποίος είχε σπουδάσει χημικός μηχανικός στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ και τη Χαϊδελβέργη. Η επιχείρηση Παπουτσάνης έγινε ετερόρρυθμος εταιρεία και το 1960 ανώνυμη. Το εργοστάσιο της οδού Πολυδεύκους ήταν διώροφο κτίσμα που λειτούργησε έως τις 11 Ιανουαρίου του 1944, οπότε και καταστράφηκε ολοκληρωτικά στον βομβαρδισμό του Πειραιά.
Η οικογένεια στήριξε τους εργαζομένους της, πραγματοποίησε συσσίτια και έμεινε όρθια, όμως μετά την απελευθέρωση αναγκάστηκε να επανεξετάσει την παραμονή της στο λιμάνι. Ηταν η περίοδος όπου πολλές βαριές βιομηχανίες ανέστειλαν την εκεί δραστηριότητά τους -άλλες φεύγοντας προς τον Ασπρόπυργο και τη Δυτική Αττική και άλλες προς τα βόρεια προάστια και τα Οινόφυτα. Υπό την καθοδήγηση του Δημήτρη Παπουτσάνη, λοιπόν, η εταιρεία ξεκίνησε να σχεδιάζει την επόμενη μέρα της. Κάπως έτσι, το 1967 μεταφέρθηκε στις νέες εγκαταστάσεις που χτίστηκαν στην Κάτω Κηφισιά και συμπεριελάμβαναν νέες μονάδες λιπαρών οξέων-γλυκερίνης, τμήμα καλλυντικών και κλάδο βρώσιμων ελαίων και λιπών.
Στο Χρηματιστήριο
Παράλληλα ο όμιλος τοποθέτησε τις μετοχές του στο Χρηματιστήριο αντλώντας πολύτιμα κεφάλαια, ενώ μετά τους σεισμούς του 1999 η μονάδα της Παπουτσάνης μεταφέρθηκε εκ νέου στην περιοχή της Ριτσώνας στη Χαλκίδα, σε οικόπεδο 60.000 τ.μ. Στις εργοστασιακές εγκαταστάσεις (10.000 τ.μ.), με βασικές μονάδες παραγωγής σαπουνόμαζας, στερεού σαπουνιού, προϊόντων προσωπικής υγιεινής, καλλυντικών, ξενοδοχειακών amenities, πλαστικών μπουκαλιών και καπακιών, συνεχίζει να παράγει καινοτόμα και ποιοτικά προϊόντα.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το 1989 η οικογένεια Παπουτσάνη πούλησε τις µετοχές της σε εταιρείες του οµίλου Δαυίδ - Λεβέντη, ενώ στο πλαίσιο γενναίας αναδιοργάνωσης το 2000 η Παπουτσάνης µετονοµάστηκε σε Plias, περιλαμβάνοντας κι άλλες δραστηριότητες της ισχυρής ελληνικής επιχειρηματικής οικογένειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου