Ένα «big-bang» νεοφυούς επιχειρηματικότητας παρατηρείται στη χώρα τα τελευταία χρόνια και μάλιστα σε μια μέχρι πρότινος παρεξηγημένη για τα ελληνικά δεδομένα έννοια. Η «startup» κοινότητα μοιάζει να ανθίζει μέσα από συνέδρια, διαγωνισμούς, διαδικασίες χρηματοδοτήσεων, και μετατρέπεται σε ένα πολλά υποσχόμενο και δυναμικό «κομμάτι» της ελληνικής οικονομικής σκηνής.
Κι όλα αυτά παρά το γεγονός πως το θεσμικό πλαίσιο ούτε έχει αποβάλει τις στρεβλώσεις του ούτε έχει δημιουργήσει τα απαραίτητα κίνητρα για να μετατραπεί η Ελλάδα «με το φτηνό εργατικό δυναμικό και τις ιδανικές συνθήκες» σε hub του παγκόσμιου τεχνολογικού κι όχι μόνο επιχειρείν.
Το 2017 ωστόσο βρίσκει τις ελληνικές startups σε ένα μεταβατικό στάδιο. Τα JEREMIE funds που χρηματοδότησαν «μαζικά» την τεχνολογική επιχειρηματικότητα τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχουν ολοκληρώσει την επενδυτική τους περίοδο και το startup οικοσύστημα αναμένει πλέον τη δημιουργία των νέων επενδυτικών ταμείων στο πλαίσιο του προγράμματος EquiFund. Ακόμα κι έτσι ωστόσο τα παραδείγματα όσων ανέπτυξαν τεχνολογία ικανή να τραβήξει την προσοχή διεθνών κολοσσών δεν είναι λίγα.
Η νότια Κορέα την «ακούει» με την ελληνική φωνητική τεχνολογία
Το τελευταίο success story που έκανε αίσθηση στην ελληνική startup σκηνή, ήρθε μόλις την εβδομάδα που μας πέρασε, όταν η Samsung Electronics ξεχώρισε κι εξαγόρασε το 100% της Innoetics, μιας εταιρείας που δραστηριοποιείται στις τεχνολογίες μετατροπής κειμένου σε ομιλία.
Η εταιρεία ιδρύθηκε το 2006 ως τεχνοβλαστός (spin-off) του Ερευνητικού Κέντρου «Αθηνά». Οι έξι ερευνητές – ιδρυτές της εταιρείας έχουν ως στόχο την εξέλιξη και τη μέγιστη αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνάς τους στις τεχνολογίες φωνής
Στο μέλλον η Innoetics θα συνεχίσει την ανάπτυξη πρωτοποριακού λογισμικού για την επέκταση της χρήσης φωνητικής αλληλεπίδρασης με καθημερινές τεχνολογίες, όντας πλέον ανεξάρτητη θυγατρική της Samsung και διατηρώντας τη λειτουργία της στην Αθήνα.
Αν και το ακριβές ποσό της εξαγοράς δεν έχει ανακοινωθεί, κύκλοι της επιχειρηματικής κοινότητας αναφέρουν πως ήταν αρκετά υψηλό. Δεν απείχε πολύ από τα επίπεδα του Taxibeat, της προηγούμενης εξαγοράς που έκανε περίφανη την ελληνική επιχειρηματική κοινότητα.
Γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία αναλαμβάνει το τιμόνι του Taxibeat
Στην αγκαλιά της μεγαλύτερης αυτοκινητοβιομηχανίας Daimler, μέσω της θυγατρικής της «mytaxi», πέρασε μέσα στο 2017 το 100% της επιτυχημένης εφαρμογής για κλήσεις ταξί, Taxibeat.
Η εξαγορά μιας από τις πιο επιτυχημένες νεοφυείες επιχειρήσεις επί ελληνικού εδάφους έγινε έναντι 40 εκατ. Για τη συνέχεια προβλέπεται η επέκταση της παρουσίας του Taxibeat σε 10 ευρωπαϊκές χώρες και η διεύρυνση κατά 108.000 των εγγεγραμμένων επαγγελματιών οδηγών του.
Με την εξαγορά αυτή ολοκληρώθηκε η αυτόνομη πορεία μιας εταιρείας που ιδρύθηκε από τον Νίκο Δρανδάκη το 2011 και η οποία σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία «τρέχει» με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης που αγγίζει το 180%, με μια βάση 8.000 εγγεγραμμένων οδηγών ταξί, και με χρήστες που υπερβαίνουν τους 540.000.
Η ελληνοκυπριακή διαφήμιση κερδίζει την Γερμανία
Το δικό της στίγμα στη λίστα με τα success stories της ελληνικής επιχειρηματικής σκηνή άφησε τον προηγούμενο χρόνο και η Acocarrot η οποία κατάφερε να σηκώσει το ποσό των 20 εκατ. δολαρίων και να εξαγοραστεί από την Glispa Global Group.
Η εταιρεία που ιδρύθηκε από τους Κωνσταντίνο Χρίστου, Γιώργο Ηρακλέους, Γιώργο Μακκούλη και Παναγιώτη Παπαγεωργίου, φίλους από το κολλέγιο και τον στρατό, κατάφερε, να προσελκύσει τους διεθνείς επενδυτές μέσω των διαφημίσεων που εντάσσονται στο περιεχόμενο και την αισθητική των κινητών εφαρμογών με μόνη διαφορά τη σήμανση ως «sponsored». Η Avocarrot είχε χρηματοδοτηθεί το 2015 με 2 εκατ. δολλάρια από το Odyssey Jeremie Partners Odyssey Ventures, την Darling Ventures και τους ιδιώτες επενδυτές Γιώργο Ζαχαρία, Θάνο Τριαντ και Andy Porteous, ενώ μετά την εξαγορά της συνεχίζει να λειτουργεί αυτόνομα από την Αθήνα.
Η Glispa, μάλιστα, φέρεται προτιθέμενη να επενδύσει στο ελληνικό γραφείο της Avocarrot, δημιουργώντας έτσι νέες θέσεις εργασίας για Έλληνες στο χώρο της τεχνολογίας.
Το ελληνικό gaming παίζει μπάλα στην Αυστρία
H ισχυρή προοπτική ανάπτυξης των τυχερών παιχνιδιών μέσω των χώρων κοινωνικής δικτύωσης (social media) είε οδηγήσει τον αυστριακό κολοσσό Νοvomatic να εξαγοράσει την ελληνικών συμφερόντων AbZorba. Η τεχνολογία της που επέτρεπε τη διεξαγωγή παιχνιδιών μέσω των social media (π.χ., Facebook) με εξειδίκευση τα παιχνίδια καζίνων κατάφερε να κεντρίσει το ενδιαφέρον ενός από τους μεγαλύτερους ομίλους στο χώρο του gaming, της Novomatic.
Η AbΖorba ιδρύθηκε ένα καυτό καλοκαίρι του 2011 στην Ελλάδα, και ονομάστηκε έτσι ώστε να αναδεικνύεται η ελληνική καταγωγή της και παράλληλα η επιχειρηματική ιδέα της. Οι συνιδρυτές ωστόσο, Δημήτρης Τσίγκος, πρόεδρος, ο κ. Andrew Hughes, διευθύνων σύμβουλος, και ο κ. Μάνος Μοσχούς, βασικός δημιουργός των πρώτων παιχνιδιών, μετέφεραν αργότερα την έδρα της στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (ΗΠΑ).
Η πλήρης εξαγορά της AbZorba πραγματοποιήθηκε από τη θυγατρική της Novomatic, την Greentube Internet Entertainment Solutions. Αξίζει ωστόσο να αναφερθεί ότι η αυστριακή Novomatic αποτελεί μια βαριά βιομηχανία του gaming με εξειδίκευση στην παραγωγή VLTs δραστηριοποιείτα σε περισσότερες από 50 χώρες, απασχολεί πάνω από 20.000 εργαζόμενους και ο τζίρος που ξεπερνά τα 3 δισ. ευρώ.
Οι ελληνικές τεχνολογίες φωτεραλισμού ταξιδέουν πέρα από τον Ατλαντικό
Solid Iris Technologies, με έδρα την Αθήνα. Αναπτύσσει τεχνολογίες φωτορεαλιστικής απόδοσης και οπτικοποίησης για designers, αρχιτέκτονες, προγραμματιστές ηλεκτρονικών παιχνιδιών, καθώς και άλλους χρήστες τεχνολογιών σχεδιασμού. Τον Σεπτέμβριο ανακοινώθηκε ότι εξαγοράστηκε από την αμερικανική Altair, έναντι ποσού που δεν δημοσιοποιήθηκε. Η Solid Iris εξακολουθεί να λειτουργεί ως ανεξάρτητη μονάδα αναπτύσσοντας τη σουίτα Thea Render.
Τα ελβετικά ρολόγια δείχνουν ώρα Ελλάδας
Η Antcor, ξεκίνησε το 2004 από την Πάτρα και μετακόμισε το 2006 στην Αθήνα. Οκτώ χρόνια μετά εξαγοράστηκε έναντι 8,5 εκατ. ευρώ από την u-blox, εισηγμένη στο χρηματιστήριο της Ελβετίας, με κεφαλαιοποίηση που ξεπερνούσε τα 600 εκατ. ευρώ Η Antcor η οποία σχεδίαζε και προωθούσε το λογισμικό για μικροεπεξεργαστές ασύρματων δικτύων wi-fi είχε λάβει σε αυτά τα χρόνια πάνω από 1 εκατ. ευρώ χρηματοδότησης από την ελληνική Attica Ventures και 1,5 εκατ. από την εισηγμένη στο NASDAQ εταιρεία CEVA, ενώ είχε αναδειχτεί σε μία από τις πολλά υποσχόμενες νέες εταιρείες του κλάδου της.
Το Χονγκ Κονγκ αγοράζει Ελλάδα
Η Crypteia Networks δημιουργήθηκε το 2012 και με έδρα το Περιστέρι αναπτύσσει εταιρικές λύσεις ασφαλείας στο cloud για τον εντοπισμό και την αποτροπή σε τρέχοντα χρόνο κινδύνων όπως κλοπή δεδομένων ή κυβερνοεπιθέσεων. Ο κλάδος της ασφάλειας είναι ένας από τους μεγαλύτερους σε μέγεθος και αξία στην ψηφιακή οικονομία και η ελληνική εταιρεία προσέλκυσε το ενδιαφέρον της PCCW, επιχειρηματικής μονάδας με διεθνή παρουσία της μεγαλύτερης εταιρείας τηλεπικοινωνιών στο Χονγκ Κονγκ, HKT. Η εταιρεία και η ομάδα της απορροφήθηκε από την PCCW για ποσό που δεν δημοσιοποιήθηκε, με την προϋπόθεση να παραμείνουν στην Ελλάδα, λειτουργώντας ως αυτόνομη θυγατρική, διατηρώντας το όνομα και την μπράντα της αλλά αξιοποιώντας το διεθνές πελατολόγιο της PCCW. Την στιγμή της εξαγοράς η Crypteia Networks αριθμούσε πάνω από 150 πελάτες σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, αλλά και η Ελλάδα.
Η ελληνική ανάλυση σφαλμάτων κερδίζει τον «Νέο Κόσμο»
Τον Σεπτέμβριο του 2013, δύο χρόνια μετά τη σύσταση της εταιρείας BugSense, οι ιδρυτές Γιάννης Βλαχογιάννης και Παναγιώτης Παπαδόπουλος είδαν ότι η επιλογή τους να δημιουργήσουν ένα εργαλείο που να συλλέγει και να αναλύει αναφορές σφαλμάτων από εφαρμογές σε κινητά δεν πέρασε απαρατήρητη. Η εισηγμένη στον Nasdaq Splunk Inc. αναγνώρισε την αξιοπιστία της δουλειάς τους και προχώρησε στην εξαγορά της ελληνικής startup.
Η BugSense έχει έδρα στη Αθήνα, γραφείο στο Σαν Φρανσίσκο και πελάτες εταιρείες όπως οι Samsung, VMWare, Skype, Instagram, Shazam και SoundCloud.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου