Περνώντας έξω από το εξαώροφο νεοκλασικό που χτίστηκε πριν από εκατό χρόνια στην άκρη του Δούναβη στο ιστορικό κέντρο της Βουδαπέστης , δε μπορείς να μη σταθείς με περιέργεια στον "Διόνυσο", στο ελληνικό ταβερνάκι που φιλοξενείται στο ισόγειό του. Και αυτό γιατί στιγμιαία σαστίζεις και αναρωτιέσαι αν όντως βρίσκεσαι στην πρωτεύουσα της Ουγγαρίας ή σε κάποιο ονειρεμένο ελληνικό νησί.
Η έκπληξη είναι μεγαλύτερη όταν μπαίνεις στο εσωτερικό του και βλέπεις την όμορφη ελληνική και καθόλου "κιτς" ατμόσφαιρα με τις ελληνικές επιγραφές και τα μηνύματα, που ενισχύεται από τα τραγούδια του Στράτου Διονυσίου, του Νταλάρα και του Παπάζογλου στο μεγάφωνο. Εντυπωσιάζεσαι από τα χρώματα και τον συμβολισμό που έχει η κάθε αίθουσα, αλλά και από τα ελληνικά ονόματα στην πλάτη της κάθε καρέκλας, που είναι εμπνευσμένα από κάθε ιστορική χρονική στιγμή της Ελλάδας.
"Αυτό είναι κόλπο", μου εξηγεί ο Έλληνας ιδιοκτήτης του εστιατορίου Ανδρέας Λεχούδης και συνεχίζει: "ήταν μια ιδέα του Ούγγρου φίλου μου Βλαντιμίρ, το κάναμε επίτηδες για να κάθεται ο πελάτης, να βλέπει το όνομα και να ανατρέχει την ίδια στιγμή στο ίντερνετ να δει ποιος ακριβώς είναι ο Αίσωπος, η Λητώ, ο Όμηρος, η Νεφέλη, η Δήμητρα, ο Κολοκοτρώνης.
Έχω ήδη καθίσει στην καρέκλα που γράφει το όνομα "Λεωνίδας" (από τον Σπαρτιάτη ήρωα) στην πλάτη της και εκπλήσσομαι ακόμη περισσότερο όταν πληροφορούμαι ότι στην ίδια ή σε άλλη με διαφορετικό όνομα έχει καθίσει κάποτε ο Άντονι Χόπκινς, ο Τζέρεμι Άιρονς, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, ο Οσκαρικός ηθοποιός Ρόμπιν Γουίλιαμς, ο Μπόμπι Καναβάλε, ο Σουμάχερ και όλοι οι πιλότοι της Formula 1, αλλά και αρκετοί πολιτικοί, συγγραφείς, φιλόσοφοι, και επιστήμονες από όλο τον κόσμο.
Αντιλαμβάνομαι πως ο δραστήριος αυτός Έλληνας που κάθεται απέναντί μου δεν είναι απλά μια αξιοπρόσεκτη μορφή στην κοινωνία της Βουδαπέστης, αλλά ο ιδιοκτήτης του πιο σημαντικού πόλου έλξης για τον πνευματικό και καλλιτεχνικό κόσμο της Ουγγρικής πρωτεύουσας ,αλλά και του πιο ασφαλούς σημείου επαφής των κάθε λογής "ψαγμένων" που αναζητούν μια σημαντική γαστριμαργική εμπειρία συνδυασμένη με την κατάλληλη ελληνική μουσική και την κατάλληλη αφήγηση. Γιατί ο Ανδρέας Λεχούδης, με καταγωγή από τη Θράκη και από το χωριό "Κλωνί" της Λαμίας έχει ένα σωρό ιστορίες να διηγηθεί από τη μυθιστορηματική ζωή του, αρκεί να έχει χρόνο και διάθεση.
"Γεννήθηκα από το Αρίσταρχο και τη Σοφία Λεχούδη και ήμουν καρπός ενός μεγάλου έρωτα που αναπτύχθηκε στην Ουγγαρία τα μετεμφυλιακά χρόνια. Πάντα ακούγαμε στο σπίτι πως "του χρόνου θα πάμε στην Ελλάδα" και δεν πηγαίναμε ποτέ. Για μας η Ελλάδα ήταν ένα μακρινό όνειρο που το είχαμε ταυτίσει κυρίως με τις ελιές και το χαλβά που έστελνε ο παππούς Νεοκλής από την πατρίδα. Ο παππούς ήταν ιστορική μορφή. Πέρασε όλη του τη ζωή στην εξορία και ήταν ταλαιπωρημένος άνθρωπος. Εγώ ήμουν το μοναδικό αλλοδαπό παιδάκι μέσα στο σχολείο και αισθανόμουν περίεργα, αλλά ξέρεις όταν είσαι παιδί, τα δύσκολα σου φαίνονται εύκολα. Όταν ανοίγεις καθημερινά τη βρύση δεν εκτιμάς την αξία που έχει ένα ποτήρι νερό. Αν όμως βρεθείς στην έρημο τότε καταλαβαίνεις την αξία της κάθε γουλιάς που πίνεις. Πρωτοπήγαμε στην Ελλάδα το 1976..."
Ο πατέρας του Ανδρέα Λεχούδη ήταν ένας εξαιρετικός τραγουδιστής. Στο σπίτι τους υπήρχε πάντα ελληνική μουσική και ο μικρός τότε έλληνας επιχειρηματίας, κατά τη διάρκεια του γυμνασίου, ίδρυσε ένα ροκ συγκρότημα και έπαιζε μπάσο.
Και όλα αυτά, μέχρι που επισκέφτηκε την Ελλάδα. "Ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα την ελληνική λαϊκή μουσική και άρχισα πλέον να αναζητώ σοβαρά την ταυτότητά μου, ώσπου αποφάσισα τελικά ότι είμαι καθαρός έλληνας και πως θα λέω μόνο ελληνικά τραγούδια. Επέστρεψα στην Ουγγαρία και αγόρασα το πρώτο μου μπουζούκι. Φοίτησα σε μουσικό σχολείο και πήρα ιδιαίτερα μαθήματα στο μπουζούκι από έναν ηλικιωμένο έλληνα δάσκαλο.Η συνέχεια ήταν εύκολη, σαφής και προσδιορισμένη…"
Μετά την αποφοίτησή του από το λύκειο, δημιούργησε το 1980 μαζί με άλλους τέσσερις έλληνες, το μουσικό συγκρότημα με την επωνυμία "Sirtos" και τα καλοκαίρια, όχι μόνο άρχισε να περιοδεύει και να τραγουδάει στα ελληνικά νησιά, αλλά κατάφερε να ξεσηκώνει με τον μοναδικό τρόπο ερμηνείας του έλληνες και ξένους τουρίστες στη Κρήτη, στη Κάρπαθο, στη Λέσβο, στη Μυτιλήνη και αλλού.
Ακολούθησε η αναγνώριση, η δισκογραφία και οι ηχογραφήσεις με προγράμματα ελληνικής λαϊκής μουσικής για την Ουγγρική Ραδιοφωνία. Τα μέλη του συγκροτήματος κάθε φορά που κατέβαιναν στην Ελλάδα τελειοποιούσαν τις τεχνικές παιξίματος των λαϊκών οργάνων στο πλάι δεξιοτεχνών της ελληνικής λαϊκής μουσικής και της τοπικής παράδοσης. Το συγκρότημα συνόδευσε το 1986 τον Μίκη Θεοδωράκη στη μεγάλη συναυλία που έδωσε στη Βουδαπέστη, ενώ εμφανίστηκε σε όλες τις χώρες της Μεσογείου, της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης. Είναι χαρακτηριστικό πως τα μέλη του, ακόμη και σήμερα, αποκαλούν αυτές τις μουσικές διαδρομές "δραστήρια χαλάρωση".
Ο Ανδρέας Λεχούδης δίνει μεγάλη σημασία στο πρώτο αντάμωμα. Στο δικό του με την ελληνική μουσική, στο δικό του με την ελληνική γαστρονομία, της μουσικής με την ελληνική γαστρονομία, του επισκέπτη με την ελληνική μουσική και με το φαγητό.
Με αυτό το σκεπτικό δημιούργησε και τον χώρο του εστιατορίου το 1993. "Ξέρετε το πρώτο αντάμωμα είναι αυτό που σου μένει, η πρώτη εντύπωση, και αυτή πρέπει να είναι άριστη. Εμείς για παράδειγμα σκεφτήκαμε πως αγαπάμε να γρατζουνάμε το μπουζούκι. Τι άλλο αγαπάμε; Το φαγητό. Πώς θα τα ενώσουμε; Και βρήκαμε τον τρόπο. Σκεφτήκαμε πως εκτός από τη μουσική έπρεπε οι Ούγγροι να μάθουν το ελληνικό φαγητό. Από την άλλη πρέπει να κρατάμε μια σημαία στην ποιότητα τη στιγμή που πρωτοανταμώνει κάποιος με τη μουσική και με τη γεύση. Και αυτή είναι η καθημερινή μας έννοια. Φέρνουμε κρασί από τη Μακεδονία, λάδι κι ελιές από τη Σπάρτη και φέτα από τη Δωδώνη. Όλα ελληνικά. Εμείς εδώ δεν ψάχνουμε τον κοσμάκη, θέλουμε τον απλό, τον καλό κόσμο, τον φοιτητή, τον οικογενειάρχη, τον εργαζόμενο που θα έρθει εδώ γιατί θα γουστάρει να γευτεί καλό φαγητό και να ακούσει καλή ελληνική μουσική."
Ο Ανδρέας Λεχούδης μας λέει ότι ο "Διόνυσος" συνεργάζεται και με έναν δάσκαλο ελληνικών χορών, ο οποίος προσαρμόζει τη διδασκαλία του στις απαιτήσεις του εκάστοτε κοινού, όπως εξάλλου προσαρμόζεται και το μουσικό ρεπερτόριο που προκύπτει αυθόρμητα, ακολουθώντας τη διάθεση των θαμώνων.
Στην επιχείρηση του δαιμόνιου αυτού Έλληνα εργάζονται και έλληνες και Ούγγροι και είναι όλοι χαμογελαστοί γατί ο ένας μαθαίνει από τον άλλον. Ο ίδιος δεν μπήκε ποτέ στο δίλλημα να απαντήσει στο αν τελικά είναι Ούγγρος ή Έλληνας, γιατί είναι αυτονόητο.
Αναγνωρίζει αυτά που του πρόσφερε η χώρα όπου γεννήθηκε, την δυνατότητα να αναπτύξει τις ιδέες και τις απόψεις του, αλλά δεν ξεχνάει ποτέ την "Ιθάκη" του, την πατρίδα των παππούδων του. Όπως δεν ξεχνάει ποτέ και τα λόγια του παππού Νεοκλή. Μάλιστα τα έχει στη μέση του καταστήματος ως επιγραφή για να τα βλέπει ,να θυμάται και να μη ξεφεύγει: "Παν μέτρον άριστον!"… με μεγάλα μαύρα γράμματα.
Βάσω Μιχοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου