Λίγο πριν τα βουβάλια καταγραφούν στα εξαφανισμένα από την Ελλάδα ζώα ο Γιάννης Μπέκας έκανε την τρέλα του sucess story
Αλειμμένο πάνω σε φρυγανιά, μαζί με μέλι και κανέλα, λένε ότι, το καϊμάκι από βουβαλινό γάλα, αποτελούσε το πρωινό των αυτοκρατόρων στο Βυζάντιο. Αναμεμειγμένο με σαλέπι και μαστίχα Χίου, συνιστά τη βάση μιας συνταγής, που έρχεται από τα βάθη της Ανατολής, και την απολαμβάνουμε και σήμερα μέσω του ονομαστού «Ντουντουρμά». Ενός παγωτού με μαστιχωτή υφή και πολλή πλούσια γεύση. Νωπό, είναι πολύ θρεπτικό και υγιεινό, ιδίως για τα παιδιά. Και, φυσικά, χωρίς αυτό δεν μπορεί να παρασκευαστεί το αυθεντικό «Καζάν Ντιπί». Το περίφημο Πολίτικο γλύκισμα, του οποίου η πατρότητα αποδίδεται σε Ιμάμη. Ο τελευταίος, σύμφωνα με τον αστικό μύθο, για να αποφύγει την οργή του Σουλτάνου, όταν, πριν από αιώνες, έκαψε το βουβαλινό γάλα που του ετοίμαζε, του το παρουσίασε ως επιδόρπιο. Και επειδή είχε πάρει σκούρα επιφάνεια, από το κάψιμο, σκαρφίστηκε να του δώσει το όνομα «Καζάν Ντιπί», που στα ελληνικά μεταφράζεται ως «πάτος του καζανιού».
Το βουβαλινό γάλα, «βρασμένο» στο ίδιο… καζάνι, με θρύλους και ιστορίες, έλκει βαθιά τις ρίζες του στο γαστρονομικό μας παρελθόν και μας έχει δώσει πεντανόστιμα γλυκά, όσο και αλμυρά εδέσματα. Στη σύγχρονη, μεταπολεμική, Ελλάδα, ωστόσο, η νοητή αυτή «κλωστή», που μας δένει μαζί του στο πέρασμα των αιώνων, μέσα από παραδοσιακές συνταγές, από μητέρα σε θυγατέρα και από γιαγιά σε εγγονή, κινδύνευσε να κοπεί.
Οι αιτίες για το παρ’ ολίγον ατύχημα
Η σταδιακή εκμηχάνιση του γεωργικού τομέα, μετά τη δεκαετία του 1950 και η ανάπτυξη, αργότερα, της αγελαδοτροφίας, εκτόπισαν, σχεδόν σε βαθμό εξαφάνισης, από την ύπαιθρο τον βούβαλο, που για δεκάδες αιώνες, έπαιζε, για την ελληνική οικογένεια, το διττό ρόλο του… τρακτέρ στην καλλιέργεια των χωραφιών και της «αγελάδας» στο σπίτι. Έτσι, από έναν πληθυσμό που, λίγο μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αριθμούσε περίπου 70-80.000 ζώα, οι βούβαλοι έφτασαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990, να είναι μόλις 600-700 ζώα, με προφανή επίπτωση και στη μείωση της παραγωγής του βουβαλινού γάλακτος.
Το ατύχημα, τελικώς, αποφεύχθηκε κι η κλωστή δεν έσπασε, γιατί από τις αρχές του 2000 ο πληθυσμός των βουβαλιών άρχισε να αυξάνει και πάλι, φθάνοντας σήμερα τα περίπου 3.000 ζώα, αλλά και ένεκα της συστηματικής ενασχόλησης με το αντικείμενο ενός επίμονου επιχειρηματία από τη Θεσσαλονίκη, του Γιάννη Μπέκα, ο οποίος, δεν είναι υπερβολή να πει κανείς πως η επιχείρησή του ταυτίζεται με τον κλάδο.
Πρόκειται στην ουσία για έναν σύγχρονο πιονιέρο, ο οποίος ανοίγει καινοτόμους δρόμους σε ένα παραδοσιακό, πλην όμως, αχαρτογράφητο, επιχειρηματικό πεδίο. Είναι αυτός που είχε την ιδέα να εμφιαλώσει, για πρώτη φορά στα ελληνικά χρονικά, το βουβαλινό γάλα και να συσκευάσει και τα παράγωγά του και ο μοναδικός, σε όλη την ελληνική επικράτεια, που έχει «στήσει» μεταποιητική μονάδα βουβαλινού γάλακτος.
«Θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι»
Αν και απεδείχθη ότι είναι ένας… μοναχικός Καουμπόι, αφού δεν έχει άλλον ανταγωνιστή, στην αρχή ο περίγυρός του και η αγορά, τον αντιμετώπισαν σαν άλλο… Δον Κιχώτη. «Όταν συζητούσαμε τί σκέφτομαι να κάνω, από την “πιάτσα” μου έλεγε πως αν ασχοληθώ με τη μεταποίηση, την τυποποίηση και την εμπορία του βουβαλινού γάλακτος, θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι» εξομολογείται στο WE του News247.gr ο Γιάννης Μπέκας, και δεν κρύβει πως «υπήρξαν αρκετές δυσκολίες, που έγιναν μεγαλύτερες μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Δεν πτοήθηκα, όμως, και φυσικά δεν το έχω μετανιώσει. Όταν παίρνω μια απόφαση δεν σκέφτομαι ποτέ το πισωγύρισμα, θα το πάω μέχρι τέλους γιατί το πιστεύω. Και αν δεν το πιστεύω κάτι, δεν το ξεκινάω καθόλου».
Όπως εξηγεί, την περίοδο που έλαβε την απόφαση για να ασχοληθεί με το βουβαλινό γάλα πολλά ζαχαροπλαστεία έδειχναν ζωηρό ενδιαφέρον για το προϊόν, κυρίως για να παράξουν παγωτό και καϊμάκι. Όμως οι απευθείας προμήθειες που επιχειρούσαν, δεν γινόταν πάντα κάτω από τις ιδανικότερες συνθήκες υγιεινής και αυτό δημιουργούσε προϋποθέσεις μιας επιχειρηματικής ευκαιρίας. Η πράξη απέδειξε ότι το επιχειρηματικό ένστικτο του κ. Μπέκα, δεν είχε πέσει έξω. Με το που «έστησε» το 2005 το εργαστήριό της η «Οικογένεια Μπέκα» και παστερίωνε το βουβαλινό γάλα, τα ζαχαροπλαστεία σιγά - σιγά άρχισαν να την προτιμούν για την πρώτη ύλη που είχαν ανάγκη, αξιοποιώντας το γεγονός ότι η επιχείρηση πληρούσε όλες τις προδιαγραφές ασφάλειας και υγιεινής.
Η κρίση… τέχνας κατεργάζεται
Τα πρώτα χρόνια οι δουλειές πήγαιναν πολύ καλά, αλλά όταν άρχισαν να εκδηλώνονται τα σημάδια της κρίσης στην ελληνική οικονομία, τα ζαχαροπλαστεία, για λόγους κόστους, ένα μετά το άλλο υποκατέστησαν το βουβαλινό γάλα στις συνταγές τους, με αγελαδινό και η «Οικογένεια Μπέκα», αίφνης, έπρεπε να βρει έναν τρόπο να σώσει την επένδυσή της.
«Αποφασίσαμε να παράγουμε μόνοι μας τα προϊόντα που μέχρι τότε τα παρασκεύαζαν τα ζαχαροπλαστεία και σταδιακά χτίσαμε το απαραίτητο εμπορικό δίκτυο σε σχεδόν όλη τη χώρα για την απευθείας διάθεσή τους στη λιανική αγορά», εξηγεί ο συνομιλητής μας και τονίζει ότι η πιο μεγάλη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η επιχείρηση έκτοτε είναι το πώς θα «συστήσει» το προϊόν στο καταναλωτικό κοινό, αφού πολλοί δεν το ξέρουν καν.
«Μπορείς ευκολότερα να πείσεις έναν καταναλωτή ότι το προϊόν σου είναι καλύτερο από εκείνο του ανταγωνιστή σου, γιατί σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για κάτι το οποίο είναι γνωστό και μπορεί να γίνει η σύγκριση. Το να βάλεις, όμως, κάποιον στη διαδικασία να αγοράσει ένα προϊόν, που δεν ξέρει τί είναι και δεν έχει δοκιμάσει ποτέ τη γεύση του, αυτό είναι ακόμη πιο δύσκολο από το να έχεις έναν ισχυρό ανταγωνιστή», διευκρινίζει και κάνει ιδιαίτερη μνεία στην ποιοτική και θρεπτική ανωτερότητα του βουβαλινού γάλακτος, έναντι άλλων πιο διαδεδομένων επιλογών, ως όπλο στην προσπάθεια διείσδυσής του στην αγορά.
«Είναι ένα γάλα πολύ πλούσιο σε βιταμίνες, έχει περισσότερο ασβέστιο και φώσφορο, ενώ διαθέτει και μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε πρωτεϊνες και Ω λιπαρά, τα οποία σε αναλογία είναι ένα στα τρία, όταν στα άλλα γάλατα η αναλογία είναι ένα στα δεκαπέντε. Είναι σαν να μιλάμε για ποιότητα ελαιολάδου» τονίζει ο κ. Μπέκας και προσθέτει ότι «αν εξαιρέσουμε το γαϊδουρινό γάλα, που κατατάσσεται στην κατηγορία φάρμακο, το βουβαλινό γάλα είναι μακράν το καλύτερο και πιο θρεπτικό προϊόν που κυκλοφορεί στην αγορά και συν τοις άλλοις ενδείκνυται και για ανθρώπους με πρόβλημα δυσανεξίας, αν και διαθέτει λακτόζη». Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το βουβαλινό γάλα περιέχει 58% περισσότερο ασβέστιο και 40% περισσότερες πρωτεϊνες από το αντίστοιχο αγελαδινό και το κατσικίσιο γάλα, ενώ αποτελεί επίσης πλούσια πηγή σιδήρου, φωσφόρου, βιταμίνης Α και φυσικών αντιοξειδοτικών, αλλά και 48% λιγότερη χοληστερόλη, αποτελώντας λύση για τους δυσανεκτικούς στη λακτόζη.
Στη βάση αυτής, ακριβώς, της ποιοτικής και διαθρεπτικής ανωτερότητας αντικρούονται και τα σχόλια που ενίοτε γίνονται περί ακριβού προϊόντος. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε για το θέμα της τιμής. Όταν το βουβάλι παράγει από 5 έως 7 κιλά γάλα τη μέρα και το κάθε κιλό στοιχίζει 1,40 ευρώ για αγορά από τον παραγωγό, ενώ αντίστοιχα η αγελάδα παράγει 30-35 κιλά τη μέρα με λιγότερες πρωτείνες και λιπαρά και με κόστος που κυμαίνεται σε κάτι πάνω από 40 λεπτά το κιλό, δεν μπορεί να γίνει σύγκριση», τονίζεται χαρακτηριστικά και προστίθεται πως «είναι ένα προϊόν πολύ υψηλής διατροφικής αξίας και εμείς κάνουμε έναν αγώνα να μην το υποτιμήσουμε και για αυτό άλλωστε η συσκευασία κι η τυποποίησή του είναι πολύ προσεγμένη». Η αλήθεια είναι πάντως, πως ο συνδυασμός κρίσης και τιμής έχει επίπτωση στην κατανάλωση προϊόντων με α’ ύλη το βουβαλινό γάλα, η οποία μένει μεν σε σταθερά επίπεδα, αλλά αυτό επιτυγχάνεται μέσω αύξησης των σημείων πώλησης.
Αυτή τη στιγμή η Οικογένεια Μπέκα παράγει, με 100% βουβαλινό γάλα, το οποίο συλλέγει από επτά συνεργαζόμενες εκτροφές που εκτρέφονται στο βιότυπο της λίμνης Κερκίνη, συνολικά 16 κωδικούς προϊόντων (πλήρες & ελαφρύ γάλα, σοκολατούχο γάλα, αριάνι, γιαούρτι, τυρί, βούτυρο, κρέμα, ρυζόγαλο, καζάν ντιπί, καϊμάκι και τέσσερις γεύσεις παγωτό, μεταξύ των οποίων ένα με Cranberry και ένα frozen yogurt), σε καλαίσθητες συσκευασίες με το brand «Βουβαλινό» και τα διαθέτει σε σχεδόν όλη την Ελλάδα σε παντοπωλεία, delicatessen, αλλά και σε κάποιες μικρότερες λιανεμπορικές αλυσίδες.
Νέοι κωδικοί με μανιτάρι τρούφα και μοτσαρέλα made in Φάρμα Μπέκα
Στα άμεσα σχέδια της επιχείρησης, μάλιστα, είναι να προχωρήσει και σε μια σειρά από νέα και καινοτόμα προϊόντα όπως λευκό τυρί και βούτυρο εμπλουτισμένα με μανιτάρι τρούφα, τυρί σε αλοιφώδη υφή με τρούφα, στραγγιστό γιαούρτι με φρούτα, ελαφρύ παραδοσιακό γιαούρτι, κεφίρ και ένα ημίσκληρο κίτρινο τυρί, τύπου κασεριού.
«Υπάρχει και ένα σοβαρό ενδεχόμενο, εφόσον αυξηθεί το γάλα από τους παραγωγούς, μια και συζητάμε να συνεργαστούμε με άλλες τρεις φάρμες, να παράξουμε και μοτσαρέλα», μας αναφέρει ο… Mister «Βουβαλινό γάλα» κι εκφράζει την ελπίδα του ότι τον επερχόμενο χειμώνα η μοτσαρέλα «made in Φάρμα Μπέκα», θα είναι στα ράφια των καταστημάτων.
Η διεύρυνση της γκάμας των προϊόντων της επιχείρησης γίνεται με το… βλέμμα στραμμένο στις αγορές του εξωτερικού, όπου προς το παρόν υφίσταται ισχνή παρουσία σε ορισμένες ανεπτυγμένες χώρες της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης. «Υπάρχουν σκέψεις να εντείνουμε τις προσπάθειές μας στο μέτωπο των εξαγωγών. Έχουμε κάνει κάποιες κινήσεις και είμαστε εν αναμονή για να κλείσει κάποια συνεργασία για να μπούμε σε μια νέα αγορά», αναφέρει ο κ. Μπέκας και τονίζει πως η συμφωνία ενδεχομένως να ανακοινωθεί μέσα στην άνοιξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου