Στις αρχές του 20ου αιώνα, οταν οι πρώτοι Ελληνες άφησαν μαζικά την ελληνική ύπαιθρο για να μεταναστεύσουν στην Αμερική, εξωθημένοι από την φτώχια, δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μονάχα την οδύσσεια του ταξιδιού με το πλοίο. Περνούσαν εβδομάδες, μέσα στα αμπάρια, σε συνθήκες άθλιες, με τον φόβο να κολλήσουν κάποια μολυσματική ασθένεια που θα τους ανάγκαζε να γυρίσουν με το ίδιο καράβι στην πατρίδα, καθώς δεν θα περνούσαν τον ιατρικό έλεγχο που γινόταν στο Ellis Island. Αν κρίνονταν υγιείς, τότε ξεκινούσε ένας δεύτερος γολγοθάς. Επρεπε να εγκατασταθούν σε κάποια μεγάλη πόλη (ελάχιστοι βρέθηκαν σε αγροτικές περιοχές), να μάθουν την γλώσσα, να βρουν εργασία, να ενταχθούν στην κοινωνία. Εκεί συνήθως έπεφταν θύματα, ακόμα και των ίδιων των συμπατριωτών τους.
Υπήρχε ο «γλωσσάς» ή ο Padrone (οπως τον αποκαλούσαν οι Ιταλοί μετανάστες) αυτός που ήξερε αγγλικά και τα κατατόπια που αναλάμβανε να βρει στους «νεοεισερχόμενους», δουλειά. Αυτός ήλεγχε τα πάντα, έπαιρνε την μερίδα του λέοντος, κανόνιζε το δούναι και λαβείν. Οι πρώτοι Ελληνες συνήθως πουλούσαν φρούτα και λαχανικά σε καρότσια που έσερναν στο δρόμο. Αλλοι πουλούσαν καραμέλες και οι μικρότεροι σε ηλικία, γυάλιζαν παπούτσια. Μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού απορροφήθηκε σε εργοστασιακές μονάδες κλωστουφαντουργείας όπου και εκεί η κατάσταση ήταν απάνθρωπη. Οι Ελληνες μετανάστες που δεν έμειναν στις κύριες πύλες εισόδου που ήταν το Σικάγο και η Νέα Υόρκη, αναζήτησαν την τύχη τους προς τα δυτικά. Ηταν η εποχή όπου κατασκευάζονταν οι σιδηροδρομικές γραμμές και που οι γαλαρίες των ορυχείων γέμιζαν από ανθρώπους που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Από τις Μεσοδυτικές Πολιτείες μέχρι και την Καλιφόρνια, φτιάχθηκαν ελληνικές κοινότητες και ενορίες.
Πολύ γρήγορα, σίγουρα πολύ γρηγορότερα από άλλες εθνικότητες, οι Ελληνες αντελήφθησαν κάτι: έπρεπε να φτιάξουν τις δικές τους δουλειές, να έχουν αφεντικό τον εαυτό τους. Πως θα τα κατάφερναν όμως την στιγμή που δεν είχαν κεφάλαιο, μόρφωση και η κοινωνική τους θέση ήταν χαμηλή; Η λύση δεν ήταν άλλη από τα εστιατόρια. Το λεγόμενο restaurant business ήταν αυτό που βοήθησε εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες, να αναβαθμιστούν οικονομικά και κοινωνικά. Και αυτοί που κράτησαν τα ηνία και κυριολεκτικά μεγαλούργησαν ήταν οι Ελληνες.
Ετσι πριν από 100 περίπου χρόνια ξεκίνησε η πιο ανθηρή απασχόληση των συμπατριωτών μας στην Αμερική. Και σε αυτήν ακριβώς είναι αφιερωμένη η έκθεση που γίνεται στο Σιάτλ στην πολιτεία της Ουάσινγκτον στο Museum of History & Industry με τίτλο «A Place at the Table» (Μια θέση στο Τραπέζι) που εγκαινιάστηκε στις 7 Φεβρουαρίου. Το αφιέρωμα γίνεται σε συνεργασία με την δραστήρια κοινότητα των Ελληνοαμερικανών της πόλης, που έχουν φτιάξει ένα εικονικό - ιντερνετικό μουσείο το Greek - American Historical Museum of Washington State. Εκατοντάδες φωτογραφίες από τις λεγόμενες «ντάϊνες», κατάλογοι και αντικείμενα, συνθέτουν ένα συγκινητικό πανόραμα για το πως οι Ελληνες άρπαξαν την ευκαιρία από τα μαλλιά. Και μετά, με απέραντη αφοσίωση, απίστευτη εργατικότητα, διάθεση για προκοπή, έκαναν περιουσίες, αγόρασαν σπίτια, σπούδασαν τα παιδιά τους και κέρδισαν επάξια μια θέση στην μεσαία τάξη.
Ο Ελληνοαμερικανός Τζον Νίκον με καταγωγή από την Λέρο, γεννημένος στο Σιάτλ, επιμελητής της έκθεσης είναι η κινητήριος δύναμη πίσω από το Greek - American Historical Museum of Washington State. Μίλησε στο WE: «Τόσο εγώ όσο και η σύζυγός μου ενδιαφερόμασταν πολύ για την ιστορία των Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν εδώ. Μια από τις κύριες ασχολίες τους ήταν η εστίαση. Σύμφωνα με τα στοιχεία που καταφέραμε να συγκεντρώσουμε υπήρχαν 200 εστιατόρια στην ευρύτερη περιοχή με ιδιοκτήτες Έλληνες και περίπου 300 σε ολόκληρη την πολιτεία, μέσα σε έναν αιώνα. Ορισμένα υπάρχουν ακόμα» τονίζει.
Τα πρώτα ελληνικά εστιατόρια δεν έδωσαν βαρύτητα στο ελληνικό φαγητό αλλά στο αμερικανικό. Και αυτό χάρις στην απλότητα του τελευταίου. Με λίγη ευφυία, παρακολουθώντας έναν αμερικανό μάγειρα είχαν μάθει όλα τα μυστικά μέσα σε λίγες εβδομάδες. Ετσι , με μικρό κεφάλαιο κίνησης, εργαζόμενους είτε Ελληνες είτε άλλους μετανάστες - είτε αφροαμερικανούς- και έμφαση στις τεράστιες ποσότητες, θριάμβευσαν στην αγορά. Δεν υπάρχει μικρή η μεγάλη αμερικανική πόλη, χωρίς ελληνικά εστιατόρια. Στην αρχή τα ονόματα ήταν ξενικά. Μόλις όμως πέρασαν μερικά χρόνια και ήρθαν και άλλα κύματα μεταναστών, ειδικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε καθιερώθηκαν και τα ελληνικά ονόματα αλλά και ένα πιο ελληνικό μενού. Σήμερα, όσο από αυτά έχουν επιβιώσει, θεωρούνται εμβληματικά τοπόσημα, με ιστορική αξία.
Τα ελληνικά εστιατόρια έπαιξαν και άλλον έναν σπουδαίο ρόλο. Βοήθησαν τους ιδιοκτήτες και τους εργαζόμενους να ενταχθούν σε μια κοινωνία που δεν ήταν πάντα φιλική. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η Κου Κλουξ Κλαν έκαιγε και κατέστρεφε ελληνικές επιχειρήσεις σε μια επίδειξη μένους εναντίον των μεταναστών. Επίσης, ακόμα και πολύ αργότερα έβλεπε κανείς πινακίδες σε καλά εστιατόρια που έγραφαν «We are clean of Greeks and rats» (Δεν έχουμε αρουραίους και Ελληνες), μιας και οι συμπατριώτες μας είχαν να αντιμετωπίσουν πολλά αρνητικά στερεότυπα. Οχι μόνο τα κατάφεραν αλλά πραγματικά έκαναν έναν τεράστιο άθλο. Γιατί μπορεί η πρώτη γενιά να έφαγε την ζωή της στην κουζίνα και την λάντζα, η δεύτερη γενιά, τα παιδιά τους, έγιναν γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές πανεπιστημίου, επιστήμονες. Με την ίδια εργατικότητα, ήθος και πάθος όπως οι γονείς τους. Κέρδισαν «μια θέση στο τραπέζι» ή αν θέλετε «μια θέση στον ήλιο», ζώντας το αμερικανικό όνειρο.
Κωστής Χριστοδούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου