Μάθετε γαλλικά, γερμανικά, αραβικά, τουρκικά, ισπανικά, ρουμανικά, κορεατικά, κινεζικά... Ουσιαστικά, ως προς τις ξένες γλώσσες, αυτό που ζητούν οι επιχειρήσεις από τους εργαζομένους τους είναι να ξέρουν καλά μία δεύτερη ξένη γλώσσα. Και αυτό γιατί, η γνώση των αγγλικών στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ, όχι μόνο για χρήση στον επαγγελματικό χώρο αλλά και για την πληροφόρηση, τα ταξίδια και την ιντερνετική δικτύωση όλων μας.
Μπροστά σε αυτή την απαίτηση των καιρών, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα παρουσιάζεται ελλειμματικό. Οπως έχει καταγραφεί σε πανευρωπαϊκή έρευνα, μόνο τέσσερις στους δέκα Ελληνες μαθητές φεύγουν από το Λύκειο με ικανοποιητικές γλωσσικές δεξιότητες στην πρώτη ξένη γλώσσα, ενώ μόλις το ένα τέταρτο στη δεύτερη. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τον Παναγιώτη Αλεβαντή, διευθυντή του τμήματος Μετάφρασης της αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Αθήνα, το 50% των Ελλήνων δεν μπορεί να διαβάσει ξένη γλώσσα, ενώ η αποτελεσματικότητα της εκμάθησης ξένης γλώσσας στα δημόσια σχολεία αξιολογείται στο 15%, έναντι του 65% σε ιδιωτικούς φορείς.
Ειδικότερα, το Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών της Σχολής Οικονομικών, Επιχειρηματικών και Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς σε συνεργασία με τη Γενική Διεύθυνση Μετάφρασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, διεξήγαγε έρευνα για να ανιχνεύσει τις ανάγκες των επιχειρήσεων όσον αφορά τις γλωσσικές δεξιότητες των εργαζομένων. Στην έρευνα απήντησαν εκπρόσωποι αμιγώς ελληνικών (το 67%) και πολυεθνικών (33%) επιχειρήσεων στη χώρα μας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, που παρουσιάζει η «Κ», μία δεύτερη ξένη γλώσσα κρίνεται απαραίτητη από τις ελληνικές επιχειρήσεις, οι εκπρόσωποι των οποίων προκρίνουν τα γαλλικά και τα γερμανικά (με 18% και 17% των απαντήσεων αντίστοιχα) ενώ ακολουθούν άλλες γλώσσες όπως τα αραβικά, τα κορεατικά, τα κινεζικά.
Αξιολόγηση επιπέδου
Η μία στις δύο εταιρείες (ακριβές ποσοστό 51%) θεωρεί τη γνώση ξένων γλωσσών ως το πιο απαραίτητο προσόν ενός εργαζόμενου και ακολουθούν (με ποσοστό 25% των απαντήσεων) οι γνώσεις Πληροφορικής. Μάλιστα, οι δύο στις τρεις εταιρείες (ποσοστό 67%) αξιολογούν το επίπεδο κάθε υπαλλήλου ως προς τη γνώση κάποιας ξένης γλώσσας, με κριτήριο τα πιστοποιητικά γλωσσομάθειας (Proficiency, Toefl, Zertifikat Deutsch κ.ά.) που διαθέτει. Από την άλλη, το 19% των επιχειρήσεων θεωρεί αρκετό ο υπάλληλος να διαθέτει πανεπιστημιακό πτυχίο τμήματος ξένων γλωσσών, ενώ το 13% αρκείται με βεβαίωση μαθημάτων ξενόγλωσσης ορολογίας σε προπτυχιακό επίπεδο. Ως προς τις δεξιότητες πολυγλωσσίας, οι εταιρείες ζητούν από τους υπαλλήλους τους να μπορούν κατ’ αρχήν να διαβάζουν και να γράφουν σε μία ξένη γλώσσα.
Καθώς όμως, η ορολογία πάνω στο εταιρικό αντικείμενο είναι απαραίτητη, ήδη πολλά πανεπιστημιακά τμήματα προσπαθούν να ενισχύσουν τις γλωσσικές δεξιότητες των φοιτητών τους. Ενδεικτικά, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών υπάρχει το διδασκαλείο ξένων γλωσσών, ενώ η Σχολή Οικονομικών, Διεθνών και Επιχειρηματικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς προσφέρει στους φοιτητές αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, αραβικά και κινεζικά με έμφαση στην ορολογία των διεθνών σχέσεων και του εμπορίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου