Μεγάλη ζήτηση στην αγορά γνωρίζει το δίκοκκο σιτάρι, το οποίο προσφέρει τριπλάσιες αποδόσεις στους παραγωγούς σε σχέση με το σκληρό σιτάρι.
Η τιμή του είναι τριπλάσια από το σκληρό σιτάρι, δεν χρειάζεται λιπάσματα καθώς θεωρείται ανθεκτικό φυτό, ενώ προσαρμόζεται εύκολα σε άγονα εδάφη με την καλλιέργειά του να είναι εφικτή ακόμη και σε πετρώδη εδάφη και ορεινές περιοχές.
Ο λόγος για το ξεχασμένο επί δεκαετίες στη χώρα μας δίκκοκο σιτάρι που λόγω των υψηλής διατροφικής αξίας προϊόντων που παράγονται από αυτό, έχει επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο γνωρίζοντας μεγάλη ζήτηση στην αγορά. Προσφέρει μάλιστα ικανοποιητικές αποδόσεις καθώς η καλλιέργειά του μπορεί να δώσει ένα καθαρό εισόδημα έως και 250- 350 ευρώ το στρέμμα.
Σήμερα οι αλευρόμυλοι αγοράζουν με 65 λεπτά το κιλό το δίκκοκο σιτάρι, όταν η αντίστοιχη τιμή στο σκληρό σιτάρι κυμαίνεται στα 25 λεπτά περίπου, ενώ όσοι έχουν τη δυνατότητα αποθήκευσης, η τιμή πώλησης μπορεί να ξεπεράσει κατά πολύ το 1 ευρώ.
Ενα στοιχείο που κάνει ακόμη περισσότερο ελκυστική την καλλιέργεια του δίκκοκου σιταριού, που είναι γνωστό με την ονομασία ζέα, είναι ότι ο σπόρος που κυκλοφορεί δεν είναι υβρίδιο ώστε ο παραγωγός να είναι αναγκασμένος να αγοράζει κάθε χρόνο νέο σπόρο για να σπείρει τα χωράφια του αλλά μπορεί να χρησιμοποιεί για τη νέα σπορά τον σπόρο της παραγωγής του, μειώνοντας σημαντικά το κόστος παραγωγής. Παρότι η καλλιέργειά του είχε εγκαταλειφθεί για δεκαετίες, τα τελευταία χρόνια άρχισε να καλλιεργείται και πάλι στη χώρα μας αυτό το είδος σιταριού. Το σιτάρι αυτό μοιάζει με το γερμανικό σιτάρι που έχει την ονομασία ντίνκελ και το οποίο μοιάζει πιο πολύ με το μαλακό σιτάρι, κυρίως σε ό,τι αφορά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Η τιμή του είναι τριπλάσια από το σκληρό σιτάρι, δεν χρειάζεται λιπάσματα καθώς θεωρείται ανθεκτικό φυτό, ενώ προσαρμόζεται εύκολα σε άγονα εδάφη με την καλλιέργειά του να είναι εφικτή ακόμη και σε πετρώδη εδάφη και ορεινές περιοχές.
Ο λόγος για το ξεχασμένο επί δεκαετίες στη χώρα μας δίκκοκο σιτάρι που λόγω των υψηλής διατροφικής αξίας προϊόντων που παράγονται από αυτό, έχει επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο γνωρίζοντας μεγάλη ζήτηση στην αγορά. Προσφέρει μάλιστα ικανοποιητικές αποδόσεις καθώς η καλλιέργειά του μπορεί να δώσει ένα καθαρό εισόδημα έως και 250- 350 ευρώ το στρέμμα.
Σήμερα οι αλευρόμυλοι αγοράζουν με 65 λεπτά το κιλό το δίκκοκο σιτάρι, όταν η αντίστοιχη τιμή στο σκληρό σιτάρι κυμαίνεται στα 25 λεπτά περίπου, ενώ όσοι έχουν τη δυνατότητα αποθήκευσης, η τιμή πώλησης μπορεί να ξεπεράσει κατά πολύ το 1 ευρώ.
Ενα στοιχείο που κάνει ακόμη περισσότερο ελκυστική την καλλιέργεια του δίκκοκου σιταριού, που είναι γνωστό με την ονομασία ζέα, είναι ότι ο σπόρος που κυκλοφορεί δεν είναι υβρίδιο ώστε ο παραγωγός να είναι αναγκασμένος να αγοράζει κάθε χρόνο νέο σπόρο για να σπείρει τα χωράφια του αλλά μπορεί να χρησιμοποιεί για τη νέα σπορά τον σπόρο της παραγωγής του, μειώνοντας σημαντικά το κόστος παραγωγής. Παρότι η καλλιέργειά του είχε εγκαταλειφθεί για δεκαετίες, τα τελευταία χρόνια άρχισε να καλλιεργείται και πάλι στη χώρα μας αυτό το είδος σιταριού. Το σιτάρι αυτό μοιάζει με το γερμανικό σιτάρι που έχει την ονομασία ντίνκελ και το οποίο μοιάζει πιο πολύ με το μαλακό σιτάρι, κυρίως σε ό,τι αφορά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Η καλλιέργεια της ζέας άρχισε ξανά τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα από μεμονωμένους παραγωγούς, εισάγοντας σπόρους από χώρες του εξωτερικού, όπου η καλλιέργειά της είναι ανεπτυγμένη.
Μάλιστα, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του αλεύρου της ζέας, άρχισαν από φέτος να ενδιαφέρονται για την ελληνική παραγωγή ζέας αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις αλευροποιίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες της αγοράς, στη χώρα μας οι αλευρόμυλοι αγοράζουν σπόρους ζέας που δεν έχει γίνει αποφλοίωση με τιμές 60-65 λεπτά το κιλό, ενώ μερικοί παραγωγοί αποθηκεύουν την παραγωγή τους με την ελπίδα να πωλήσουν μέχρι 1,2- 1,5 ευρώ το κιλό αργότερα.
Ο γεωπόνος Κάσσανδρος Γάτσιος μιλώντας στις «Επαγγελματικές Ευκαιρίες» επισημαίνει ότι το δίκοκκο σιτάρι καλλιεργούνταν στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της νοτίου Ευρώπης από τα αρχαία χρόνια και επομένως είναι καλλιέργεια που δεν αντιμετωπίζει προβλήματα προσαρμογής.
Η καλλιέργεια του δίκοκκου σιταριού γίνεται με τον ίδιο τρόπο που γίνεται και η καλλιέργεια των ποικιλιών του σιταριού που καλλιεργούνται στη χώρα μας. Μπορεί να καλλιεργηθεί σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια χωρίς προβλήματα. Είναι φυτό που απαιτεί πολύ μικρή λίπανση, ενώ επειδή δημιουργεί πολλές παραφυάδες (αδέλφια), κλείνει ολόκληρη την επιφάνεια του χωραφιού με αποτέλεσμα να καταπνίγονται τα ζιζάνια και επομένως δεν απαιτεί χρήση ζιζανιοκτόνων.
Είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό στις ασθένειες όπως είναι η σκωρίαση, ειδικά σε περιοχές με μεγάλη ατμοσφαιρική υγρασία και επομένως δεν απαιτεί ιδιαίτερο κόστος. Οι ιδιότητες αυτές καθιστούν την καλλιέργεια αυτή ιδανική για τη βιολογική καλλιέργεια.
Η σπορά του πραγματοποιείται το φθινόπωρο, όπως γίνεται και στην καλλιέργεια των άλλων σιτηρών, δηλαδή την περίοδο που υπάρχει υγρασία στο έδαφος λόγω των βροχών. Σπέρνεται προς τα τέλη του φθινοπώρου, επειδή απαιτεί μεγαλύτερη δόση χειμερινού ψύχους σε σχέση με τα άλλα σιτηρά. Κατά τη σπορά του χρησιμοποιούνται 16-18 κιλά σπόρου το στρέμμα. Γίνονται οι ίδιες εργασίες όσον αφορά οργώματα, φρεζαρίσματα, ενώ χρησιμοποιούνται τα ίδια εργαλεία που χρησιμοποιούνται στην καλλιέργεια των άλλων σιτηρών.
Εως 250-350 ευρώ ανά στρέμμα τα κέρδη
Το δίκοκκο σιτάρι είναι μεγαλύτερου βιολογικού κύκλου από τα συνηθισμένα σιτάρια και επομένως η συγκομιδή του γίνεται αργότερα, δηλαδή στο τέλος Ιουλίου. Η συγκομιδή γίνεται με τις θεριζοαλωνιστικές μηχανές που χρησιμοποιούνται και στα άλλα σιτηρά. Η μέση παραγωγή του είναι περίπου 300 κιλά το στρέμμα σε καρπό που δεν έχει αποχωριστεί από τα περιβλήματά (λέπυρα) του. Το σιτάρι αυτό έχει δυσκολία στον αποχωρισμό του σπόρου του από τα λέπυρα που τον περιβάλουν και για αυτό απαιτούνται ειδικά μηχανήματα κατάλληλα για αυτόν τον αποχωρισμό. Η απόδοση σε καθαρό σπόρο ανέρχεται σε 75% περίπου. Η δυσκολία αυτή της αποφλοίωσης αποτελεί πρόσθετο κόστος κατά την αλευροποίηση του σιταριού αυτού. Σύμφωνα με πληροφορίες, το κόστος αυτό μπορεί να φτάσει τα 20-40 λεπτά το κιλό.
Η μέση τιμή πώλησης του σπόρου στη χώρα μας την περυσινή περίοδο κυμάνθηκε στα 2–2,2 ευρώ το κιλό. Πέρυσι δεν υπήρχαν αρκετές ποσότητες για να ενδιαφερθεί η μεταποίηση και όσοι το καλλιέργησαν το έκαναν για να κρατήσουν τον σπόρο ή να το χρησιμοποιήσουν για ιδιόχρηση ή για πώληση σπόρου.
Φέτος έδειξαν ενδιαφέρον κάποιοι αλευρόμυλοι για να αγοράσουν δίκοκκο σιτάρι. Τη φετινή περίοδο η τιμή στο εισαγόμενο βιολογικό δίκοκκο σιτάρι από Ιταλία είναι χαμηλή περίπου στα 45 λεπτά το κιλό.
Λιανική τιμή
Η λιανική τιμή του αλευριού που προέρχεται από το δίκοκκο σιτάρι στη λιανική αγορά της χώρας μας κυμαίνεται στα 3 – 3,5 ευρώ το κιλό, ενώ αντίστοιχη είναι η λιανική τιμή και στην Ιταλία.
Το σιτάρι αυτό καλλιεργείται στην Ιταλία σε μία έκταση που φθάνει τα 15.000 στρέμματα, ενώ στο Βέλγιο και στην Τουρκία καλλιεργούνται περίπου 200.000 στρέμματα συνολικά.
Η καλλιέργειά του μπορεί να δώσει ένα καθαρό εισόδημα μέχρι 250-350 ευρώ το στρέμμα.
Το δίκοκκο σιτάρι χρησιμοποιείται για τη διατροφή του ανθρώπου, αλλά χρησιμοποιείται και ως ζωοτροφή. Χρησιμοποιείται για παραγωγή ενός είδους ψωμιού που έχει μεγάλη ζήτηση ιδίως στην Ιταλία και την Ελβετία. Επίσης, από το αλεύρι του γίνονται ζυμαρικά, μπισκότα και άλλα αρτοσκευάσματα.
Το είδος αυτό του σίτου δεν έχει αλλεργιογόνες ιδιότητες που έχουν άλλα είδη σίτου. Αν και περιέχει γλουτένη, αυτή είναι σε μικρή ποσότητα και είναι ελάχιστα αλλεργιογόνος και πολύ εύπεπτη.
Η γλουτένη αυτή γίνεται ανεκτή από τα άτομα που έχουν πρόβλημα με την αλλεργία που προκαλείται από τη γλουτένη.
Επίσης, περιέχει μεγάλες ποσότητες ανόργανων στοιχείων και κυρίως μαγνησίου, περιέχει 10-20 φορές περισσότερο μαγνήσιο από το κοινό σιτάρι.
Η ιδιότητα αυτή του δίνει τη δυνατότητα να είναι ένα τρόφιμο που θεωρείται ότι έχει αντικαταθλιπτικά αποτελέσματα. Σημαντική, επίσης, είναι η περιεκτικότητά του σε βιταμίνες, κυρίως της ομάδας Β, και σε σάκχαρα βραδείας διάσπασης.
Λόγω της μεγάλης του περιεκτικότητας σε φυτικές ίνες και σε σύνθετες ουσίες αμινοξέων, με την κατανάλωσή του από τον άνθρωπο μειώνεται η χοληστερίνη στο αίμα.
Επίσης, το σιτάρι αυτό ευνοεί την καλή κυκλοφορία του αίματος.
Λόγω του ότι ο δείκτης γλυκαιμίας του είναι 40, η ζέα ρυθμίζει τη γλυκαιμία του αίματος και γι' αυτόν τον λόγο συνιστάται στη διατροφή των διαβητικών.
Είναι πολύ πλούσιο σε πρωτεΐνες, που φθάνει στο 13-20%, σε αντίθεση με το κοινό σιτάρι που έχει 11-12%. Οι πρωτεΐνες που περιέχει αποτελούνται από το σύνολο των απαραίτητων αμινοξέων, ενώ το κοινό σιτάρι δεν περιέχει τη λυσίνη.
0,65 ευρώ ανά κιλό αγοράζουν οι αλευρόμυλοι
Αν συγκρίνουμε την καλλιέργεια της ζέας με το σκληρό σιτάρι βλέπουμε ότι τη φετινή χρονιά έχει διατεθεί ήδη το 60%-70% της ελληνικής παραγωγής του σκληρού σιταριού, με τις τιμές να κυμαίμονται στα 25 λεπτά το κιλό και οι αποδόσεις του είναι περίπου 400 κιλά το στρέμμα.
Σε ό,τι αφορά τις τιμές του μαλακού σιταριού φέτος ανάλογα με τον νομό κυμαίνονται στα 16-18 λεπτά το κιλό και στο κριθάρι γύρω από 17-20 λεπτά το κιλό, ενώ οι αποδόσεις τους είναι 350-500 κιλά το στρέμμα.
Η ζέα μπορεί να δώσει παραγωγή κατά μέσο όρο 300-350 κιλά το στρέμμα. Η αρχική τιμή σήμερα που δίνουν οι αλευρόμυλοι στο δίκοκκο σιτάρι είναι στα 65 λεπτά, δηλαδή είναι τριπλάσια από την τιμή του μαλακού σίτου και 2,5 φορές μεγαλύτερη από την τιμή του σκληρού σίτου, ενώ το κόστος της καλλιέργειας είναι για όλα τα σιτηρά παρόμοια.
Με την αποθήκευση που κάνουν οι παραγωγοί, η τιμή αυτή υπολογίζεται ότι μπορεί να ανέλθει στα τέλη του φθινοπώρου στο 1,2-1,5 ευρώ, με αποτέλεσμα να μπορεί να δώσει ένα καθαρό κέρδος περίπου 250-300 ευρώ το στρέμμα.
Η λιανική τιμή του αλευριού που προέρχεται από το δίκοκκο σιτάρι στην αγορά της χώρας μας κυμαίνεται στα 3-3,5 ευρώ το κιλό, ενώ στην Ιταλία το αλεύρι από ζέα κινείται επίσης στα επίπεδα των 3 ευρώ το κιλό.
Πού θα απευθυνθώ
Κάσσανδρος Γάτσιος Γεωπόνος-Σύμβουλος Επιχειρήσεων, Εταιρεία SYMAGRO, Επιστημονικό &Τεχνολογικό Πάρκο Ηπείρου. Τηλ. 6944846475 26510 07653
ΚΩΣΤΑΣ ΝΑΝΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου