Από τα ορεινά των Σφακίων όπου αυτοφύεται έφτασε να γίνει περιζήτητο σε όλη την Ελλάδα, ξεπερνώντας ακόμη και τα σύνορα της χώρας. Το σταμναγκάθι, ο βασιλιάς των χόρτων της κρητικής κουζίνας, είναι ένα είδος άγριου ραδικιού που πλέον καλλιεργείται ευρέως στην Κρήτη και μπορεί να αναπτυχθεί εξίσου σε πολλές παραθαλάσσιες και ορεινές περιοχές της υπόλοιπης Ελλάδας.
Αναμφίβολα αποτελεί μια εναλλακτική καλλιέργεια με υψηλά περιθώρια κέρδους, καθώς η εμπορική ζήτηση για το σταμναγκάθι -η σπορά του οποίου ξεκινά το φθινόπωρο- κρατά σταθερά τις τιμές σε πολύ υψηλά επίπεδα σε σχέση με τα υπόλοιπα είδη, ενώ άρχισε να εμφανίζει και εξαγωγικές προοπτικές.
Το ύψος παραγωγής μπορεί να φθάσει τα 1.500 - 2.000 κιλά ανά στρέμμα και το κόστος εγκατάστασης είναι 200-250 ευρώ το στρέμμα. Οι τιμές που απολαμβάνουν οι παραγωγοί συνήθως είναι 2-3 ευρώ το κιλό, με αποτέλεσμα να έχουν καθαρό κέρδος που φθάνει να ξεπερνά τις 2.000 ευρώ το στρέμμα. Είναι ένα από τα λίγα χορταρικά που τρώγονται το ίδιο ευχάριστα ωμά και βρασμένα, όπως όλα τα είδη των ραδικιών, ή μαζί με κρέας, όπως μαγειρεύεται το σέλινο ή το σπανάκι.
Η ονομασία του προήλθε από τις λέξεις αγκάθι και στάμνα διότι οι Κρητικοί το χρησιμοποιούσαν ως πώμα στις στάμνες τις πήλινες όπου φύλασσαν το νερό. Το πλούσιο σε αγκάθια υπέργειο μέρος του αλλά και η χοντρή πασσαλώδης ρίζα του αποτελούσαν θαυμάσιο πώμα που προφύλασσε το νερό μέσα στη στάμνα.
Πολυετές φυτό
Το σταμναγκάθι, αναφέρει στις «Επαγγελματικές Ευκαιρίες» ο γεωπόνος Κάσσανδρος Γάτσιος, είναι πολυετές φυτό που φθάνει τα 20-40 εκατοστά. Είναι πολύκλαδο, με διακλαδώσεις ακανθωτές.
Ακολουθεί τα εξής στάδια ανάπτυξής: α) βλάστηση σπόρου με εμφάνιση δύο κοτυληδόνων, β) ανάπτυξη κανονικών φύλλων με τη μορφή δίσκου, γ) ανάπτυξη πράσινου αγκαθιού από το κέντρο της ροζέτας που με την πάροδο του χρόνου καλύπτει το φύλλωμα και σταδιακά χάνει το πράσινο χρώμα του και γίνεται καφέ-μπεζ, ενώ δεν αργεί και η άνθηση του φυτού, και ο σχηματισμός των κεφαλίων ή καρπιδίων πάνω στο αγκάθι που το καθένα υπό κανονικές συνθήκες περιέχει 5 σπόρους. Η σπορά του ξεκινά το φθινόπωρο και συγκομίζεται κάθε 40 περίπου μέρες, με την περίοδο παραγωγής να διαρκεί 9 με 10 μήνες.
Καλλιεργείται ως ετήσιο αλλά και ως πολυετές φυτό. Ως ετήσιο μπορεί να καλλιεργηθεί όλο τον χρόνο με μόνο περιορισμό το καλοκαίρι που υποφέρει από τις υψηλές θερμοκρασίες, με αποτέλεσμα να αναπτύσσει γρήγορα το αγκάθι και στη συνέχεια το άνθος.
Ως πολυετές η αναβλάστηση του φυτού γίνεται μετά το καλοκαίρι και αφού ποτιστεί ή πέσουν οι πρώτες βροχές του φθινοπώρου.
Η καλλιέργειά του γενικά μοιάζει με αυτήν του ραδικιού. Το πρόβλημα που έχει είναι τα ζιζάνια, που πρέπει να αντιμετωπιστούν με σκαλίσματα και βοτανίσματα. Η λίπανση και το πότισμα είναι διαδικασίες χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, αφού μπορεί να ποτιστεί με καταιονισμό και να χρησιμοποιηθούν αζωτούχα κυρίως λιπάσματα σε μικρές δοσολογίες. Ενα άλλο χαρακτηριστικό του φυτού είναι η μεγάλη αντοχή που επιδεικνύει στην υψηλή αλατότητα του εδάφους.
Ο βιολογικός κύκλος από τη σπορά μέχρι τη συγκομιδή των ροζετών δεν ξεπερνάει τους 3-4 μήνες, ανάλογα με την εποχή και τις καλλιεργητικές περιποιήσεις. Η συγκομιδή γίνεται όταν η ροζέτα έχει αποκτήσει ικανοποιητικό μέγεθος και πάντως πριν από την έκπτυξη αγκαθιού.
Παρά το γεγονός ότι το φύλλωμά του είναι παχύ, μπορεί να αφυδατωθεί αν μείνει σε συνθήκες δωματίου μέσα σε 24 ώρες μετά τη συγκομιδή.
Μετά τη συγκομιδή πρέπει να πλυθεί, να συσκευαστεί σε πλαστικά φύλλα ή σακούλες και να τοποθετηθεί σε χαμηλή θερμοκρασία συντήρησης, λίγο πάνω από τους 2-3 oC.
Κώστας Νάνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου