Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Xάνουμε τη «μάχη του ελαιολάδου» στις ΗΠΑ

Η Ελλάδα είναι ο έβδομος μεγαλύτερος προμηθευτής των ΗΠΑ σε ελαιόλαδο με εξαγωγές 4.800 τόνους το 2012 και με μερίδιο 1,56%, κάτω πλέον από το Μαρόκο, την Αργεντινή και τη Χιλή.

Υψηλή τιμή, απουσία τυποποίησης και διαφοροποίησης προϊόντος φαίνεται να είναι η «αχίλλειος πτέρνα» για το ελληνικό ελαιόλαδο, το οποίο, παρά τις σημαντικές προοπτικές που εμφανίζονται πλέον στην αγορά των ΗΠΑ, αδυνατεί να κατακτήσει σε αυτήν σημαντικό μερίδιο. Ακριβώς οι παραπάνω αδυναμίες έχουν ως συνέπεια το ελληνικό ελαιόλαδο να προσπαθεί να ανταγωνισθεί πλέον όχι μόνο το ισπανικό και το ιταλικό προϊόν, αλλά και αυτό που εισάγεται στις ΗΠΑ από την Τυνησία, το Μαρόκο, καθώς και από την Αργεντινή.

Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία της έκθεσης του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στην Ουάσιγκτον για τις εισαγωγές ελαιολάδου στις ΗΠΑ. Το 2012 εισήχθησαν συνολικά στις ΗΠΑ 306.800 τόνοι ελαιολάδου, εκ των οποίων οι 155.000 τόνοι προέρχονταν από την Ιταλία, 81.600 από την Ισπανία, 39.600 από την Τυνησία. Η Ελλάδα είναι ο έβδομος μεγαλύτερος προμηθευτής των ΗΠΑ σε ελαιόλαδο με εξαγωγές 4.800 τόνους το 2012, με μερίδιο 1,56%, κάτω πλέον από το Μαρόκο, την Αργεντινή και τη Χιλή. Οι τρεις τελευταίες χώρες εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στο προσκήνιο ως προμηθευτές ελαιολάδου της αμερικανικής αγοράς το 2000 και από τότε αυξάνουν συνεχώς την παρουσία τους.

Ενα από τα βασικά προβλήματα που ευθύνονται για τη μη περαιτέρω διείσδυση του ελληνικού ελαιολάδου στην αμερικανική αγορά είναι η υψηλή τιμή του. Σύμφωνα με τα στοιχεία της προαναφερθείσας έκθεσης, η αξία ανά τόνο του ελληνικού ελαιολάδου ήταν η υψηλότερη το 2012 (3.426 δολάρια), με το ιταλικό να διαμορφώνεται στα 3.352 δολάρια/τόνο, ενώ η μέση αξία ήταν 3.059 δολάρια/τόνος. Η υψηλή τιμή του ελληνικού ελαιολάδου σχετίζεται αφενός με την υψηλή ποιότητά του και αφετέρου με το υψηλό κόστος παραγωγής εξαιτίας της έλλειψης οικονομιών κλίμακος. Επιπλέον, το γνωστό πρόβλημα της περιορισμένης τυποποίησης ελαιολάδου στην Ελλάδα έχει ως συνέπεια να μην εξάγονται διαφοροποιημένα ως προς την ποιότητα και κυρίως ως προς τη συσκευασία, κάτι αντιθέτως που έχουν επιτύχει οι Ιταλοί. Στην πραγματικότητα μεγάλο μέρος της ελληνικής παραγωγής εξάγεται χύμα στην Ιταλία, όπου τυποποιείται και εξάγεται από εκεί στις ΗΠΑ από ιταλικές επιχειρήσεις. Σε μία χώρα με έλλειψη κουλτούρας κατανάλωσης ελαιολάδου όπως οι ΗΠΑ, οι καταναλωτές επιλέγουν το προϊόν εκείνο που έχει την πιο συμφέρουσα τιμή και βρίσκεται σε συσκευασίες το πολύ τριών λίτρων. Κι αυτό διότι μπορεί το ελαιόλαδο να έχει διεισδύσει την τελευταία πενταετία στα μισά νοικοκυριά των ΗΠΑ όμως η μέση ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση παραμένει εξαιρετικά χαμηλή, στο 1 λίτρο, όταν στην Ελλάδα υπερβαίνει τα 24 λίτρα.

Βεβαίως, ακριβώς αυτή η αύξηση της διείσδυσης του ελαιολάδου στις διατροφικές συνήθειες των Αμερικανών σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η μέση κατά κεφαλήν κατανάλωση είναι ακόμη χαμηλή δείχνει τις προοπτικές που εν δυνάμει υπάρχουν για τις εξαγωγές ελληνικού ελαιολάδου, ειδικά καθώς υπάρχει και σημαντική ελληνική ομογένεια στις ΗΠΑ. Σημαντικό κανάλι διανομής –αρκεί να υπάρχει η κατάλληλη τυποποίηση– για ορισμένα προϊόντα ελληνικού ελαιολάδου θα μπορούσαν να είναι τα ντελικατέσεν. Κι αυτό διότι, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, ορισμένοι καταναλωτές στις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της «μόδας» της μεσογειακής διατροφής, εμφανίζονται διατεθειμένοι να πληρώσουν ακόμη και 60 δολάρια/λίτρο, προκειμένου να προμηθευτούν ένα άριστης ποιότητας έξτρα παρθένο ελαιόλαδο.



Δ. Μανιφάβα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ