Με υψηλές προσδοκίες υποδέχονται τη νέα χρονιά οι Έλληνες οινοποιοί, οι οποίοι θεωρούν πως είναι η ώρα για δυναμικότερη επέκταση στις διεθνείς αγορές. Το ελληνικό κρασί έχοντας αλλάξει την αρνητική εικόνα που συνόδευε για πολλά χρόνια τη φήμη του στο εξωτερικό, ως κατώτερου ποιοτικά και γευστικά σε σύγκριση με τα υπόλοιπα της Μεσογείου, εκτιμάται πως έχει τις δυνατότητες να κάνει το μεγάλο βήμα, σε χώρες που η απήχησή του αυξάνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια. Μια από αυτές είναι οι ΗΠΑ, όπου παρουσιάζει εντυπωσιακή άνοδο από το 2010 και μετά, υποχρεώνοντας ακόμη και έντυπα της εμβέλειας των New York Times να κάνουν εκτενή αφιερώματα και να μιλάνε για τη νέα «μόδα» στη αγορά του κρασιού.
Όπως λέει στην «Η» ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου (ΣΕΟ), Άγγελος Ρούβαλης το ελληνικό κρασί έχει όλα τα φόντα να γίνει -μετά το ελληνικό γιαούρτι- το επόμενο μεγάλο «success story» στην αμερικάνικη αγορά. Η ποιότητα και οι ελληνικές ποικιλίες, όπως το Ασύρτικο, ο Ροδίτης, το Ξινόμαυρο και το Αγιωργίτικο αναγνωρίζονται για την ποιότητα και τη ξεχωριστή τους γεύση κυρίως από τους νέους Αμερικανούς (21-34 ετών), οι οποίοι υπολογίζεται ότι καταναλώνουν το 24% των εισαγόμενων οίνων και διαμορφώνουν την κυρίαρχη τάση.
Προοπτικές
Επιπλέον, η δυναμική της αμερικάνικης αγοράς οίνου είναι τεράστια, αφού όλες οι προβλέψεις κάνουν λόγω για αύξηση της κατανάλωσης κατά 12,6%από το 2012 στο 2016. Η ευκαιρία που παρουσιάζεται σύμφωνα με τον κ. Ρούβαλη είναι μοναδική. Μεγαλύτερη και από αυτή στην Κίνα. «Χωρίς να υποτιμώ τα περιθώρια ανάπτυξης και το μέγεθος της κινέζικης αγοράς θεωρώ πως το μέλλον των Ελλήνων οινοποιών είναι στις ΗΠΑ. Μια αγορά, η οποία είναι ώριμη και με τεράστιες προοπτικές.
Μάλιστα, από το 2011 είναι η πρώτη σε κατανάλωση κρασιού στον κόσμο, τόσο σε αξία όσο και σε όγκο, προσπερνώντας τη Γαλλία που κρατούσε μέχρι πρότινος τα ηνία. Η αξία της ανέρχεται σε περίπου 30 δισ. Δολάρια». «Στον αντίποδα, η Κίνα είναι ακόμη μια ανώριμη αγορά με πολλά προβλήματα για τα επώνυμα κρασιά, κυρίως εξαιτίας του αθέμιτου ανταγωνισμού που υφίστανται από τα κρασιά- μαϊμού. Το φαινόμενο των αντιγραφών είναι εξαιρετικά διαδεδομένο στην Κίνα, όχι μόνο στα κρασιά αλλά σε άλλα τα προϊόντα ενώ οι Κινέζοι επιχειρηματίες πολύ συχνά δεν τηρούν τις συμφωνίες τους», επισημαίνει ο κ. Ρούβαλης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχει ακόμη ένας λόγος που καθιστά την κινέζικη αγορά λιγότερη ελκυστική σε σχέση με άλλες. Αυτός αφορά την αβεβαιότητα που υπάρχει γύρω από τις προθέσεις της κυβέρνησής της, και αν αυτή τελικά επιβάλλει φόρο στα ευρωπαϊκά κρασιά, ως «αντίποινα» στην πρόθεση της ΕΕ να φορολογήσει τα φωτοβολταϊκά πάνελ που εισάγονται από την Κίνα. «Για όλους αυτούς τους λόγους αλλά και το ότι το ελληνικό κρασί έχει μικρή κρίσιμη μάζα, θα πρέπει να στρέψουμε το βάρος τους σε πιο ώριμες αγορές, όπου η οινική κουλτούρα είναι περισσότερο ανεπτυγμένη», υπογραμμίζει ο πρόεδρος του ΣΕΟ. Οι Έλληνες οινοποιοί δείχνουν να έχουν αντιληφθεί την ιστορική ευκαιρία στις ΗΠΑ και είναι αποφασισμένοι να μην την αφήσουν να πάει χαμένη.
Εθνικό σχέδιο
Αυτή την περίοδο, φορείς του κλάδου σε συνεργασία με το αρμόδιο υπουργείο επεξεργάζονται ειδικό σχέδιο, εθνικής εμβέλειας για την στρατηγική διείσδυσης και τον τρόπο που θα αξιοποιηθούν τα κονδύλια, εθνικά και ευρωπαϊκά για την προώθηση του ελληνικού κρασιού. Το σχέδιο αυτό, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες θα ολοκληρωθεί το επόμενο διάστημα και θα είναι έτοιμο να παρουσιασθεί στις αρχές του καλοκαιριού.
Επιπλέον, οι οινοποιοί έχουν αντιληφθεί πως η εξωστρέφεια είναι μονόδρομος καθώς μπορεί να δώσει σημαντικές «ανάσες» στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στο εσωτερικό από την μείωση της ζήτησης και την αδυναμία πρόσβασης σε φθηνό δανεισμό.
Είναι ενδεικτικό πως το 2013 ήταν η πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια που η κατανάλωση υποχώρησε παρά τις εκτεταμένες προσφορές, τη μείωση των τιμών και την κυκλοφορία φθηνότερων προϊόντων. Τα περιθώρια κέρδους έχουν συρρικνωθεί σημαντικά ενώ ούτε η άνοδος της τουριστικής κίνησης είναι ικανή να καλύψει τις απώλειες και να τονώσει τις πωλήσεις τους. Οι περισσότεροι συνεταιρισμοί είναι με την πλάτη στον τοίχο και όλοι περιμένουν με ποιο τρόπο θα διευθετηθούν τα υπέρογκα χρέη τους, ώστε να ξεκαθαρίσει το τοπίο προς όφελος του υγιούς ανταγωνισμού.
Επέκταση αμπελώνα
Η ανησυχία είναι έκδηλη στους ανθρώπους του χώρου, οι οποίοι ζητούν να ληφθούν άμεσα μέτρα στήριξης ενός από τους σημαντικότερους τομείς του πρωτογενούς τομέα πριν να είναι αργά. Στα βασικά αιτήματα του κλάδου είναι η παροχή κινήτρων για την αύξηση της καλλιεργήσιμης έκτασης του ελληνικού αμπελώνα.
«Ο μέσος Έλληνας αμπελοκαλλιεργητής έχει στη διάθεσή του 6 στρέμματα, όταν στη Γαλλία ο αντίστοιχος έχει 90», σημειώνει ο κ. Ρούβαλης και προσθέτει πως «είναι ανάγκη να μεγαλώσει η μέση καλλιέργεια ανά οινοποιό». Πάντως, ο ίδιος χαρακτηρίζει θετική εξέλιξη το γεγονός ότι ύστερα από Ευρωπαϊκή απόφαση από το 2016 θα επιτρέπου οι νέες φυτεύσεις περίπου 7.000 στρεμμάτων το χρόνο, οι οποίες θα συμβάλουν στην αύξηση του ελληνικού αμπελώνα που είναι και το ζητούμενο.
ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΟΦΕΛΗ
Στοίχημα η αξιοποίηση του τουρισμού
Ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα του επώνυμου κρασιού είναι η σύνδεση του ελληνικού κρασιού με τον τουρισμό, η οποία θα ωφελήσει πολλαπλώς την ελληνική οικονομία.
Προωθώντας Έλληνες οινοποιούς, τονώνεται η εγχώρια παραγωγή, διασφαλίζονται θέσεις εργασίας στον πρωτογενή τομέα και παράλληλα οι ξένοι επισκέπτες γνωρίζουν από πρώτο χέρι τα ελληνικά κρασιά που παράγει η ελληνική γη, διευκολύνοντας αργότερα την εξαγωγή τους. Ο κ. Ρούβαλης υποστηρίζει πως θα πρέπει να ενταθούν οι προσπάθειες και τα προγράμματα επιμόρφωσης όσων ασχολούνται με τον τουρισμό, από τον ξενοδόχο μέχρι το σερβιτόρο στο εστιατόριο, προκειμένου να πεισθούν να προωθήσουν όχι μόνο τα επώνυμα ελληνικά κρασιά αλλά συνολικά τα ελληνικά προϊόντα.
Επιπλέον, επισημαίνει πως πρέπει να εφαρμοσθεί άμεσα η υπουργική απόφαση που ελήφθη πέρυσι, που υποχρεώνει μεταξύ άλλων, τα σημεία εστίασης να αναγράφουν στον κατάλογο τον οινοποιό και τη χώρα παραγωγής των κρασιών που προσφέρουν. Η τελευταία διάταξη εκτιμάται πως θα βάλει φρένο στις παράνομες «ελληνοποιήσεις» κρασιών που παράγονται σε γειτονικές χώρες, και τείνουν να λάβουν μεγάλες διαστάσεις.
Του Γ. Μανέττα, ΗΜΕΡΗΣΙΑ