Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Δύο προγράμματα ενισχύσεων για αρωματικά φυτά


«Χρυσές» επιδοτήσεις σε όσους επιθυμούν να ασχοληθούν με την εκμετάλλευση των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών υπόσχονται το πρόγραμμα εμπορίας και μεταποίησης που ήδη «τρέχει» και ο νέος επενδυτικός νόμος.

Η καλλιέργεια βοτάνων σε μια έκταση 10 στρεμμάτων μπορεί να αποδώσει ετήσιο εισόδημα της τάξης των 8.000 ευρώ, ενώ μια καθετοποιημένη μονάδα παραγωγής αιθέριων ελαίων εισφέρει σε βάθος τριετίας έως και 100.000 ευρώ.

Οι δυνατότητες ανάπτυξης του κλάδου των αρωματικών φαρμακευτικών φυτών στην Ελλάδα, τόσο στον πρωτογενή τομέα όσο και στον τομέα της μεταποίησης, είναι μεγάλες, με την προϋπόθεση βέβαια του σωστού σχεδιασμού και της σφαιρικής αντιμετώπισης του θέματος. Η ανάγκη για αναδιάρθρωση των καλλιεργειών και ο εκσυγχρονισμός της αγροτικής παραγωγής συναντούν στην περίπτωση των αρωματικών φαρμακευτικών φυτών την καλύτερη εκπροσώπησή τους. Τελευταία υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον για την καλλιέργεια και τη μεταποίηση των αρωματικών φαρμακευτικών φυτών.

Αυτό που καθιστά ακόμα πιο ελκυστικές τις καλλιέργειες αυτές είναι η πολύ μεγάλη ζήτηση στο εξωτερικό για ελληνικά αρωματικά φυτά και αυτό γίνεται αντιληπτό από τις πολύ υψηλότερες τιμές που προσφέρουν σε σχέση με τις ελληνικές μεταποιητικές μονάδες. Στις περισσότερες των περιπτώσεων οι προσφορές που δέχονται οι ελληνικές ομάδες παραγωγών είναι διπλάσιες και τριπλάσιες από τις τιμές που προσφέρουν οι εγχώριες εταιρείες.

Πρόκειται για καλλιέργειες που δεν έχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις, προσαρμόζονται πολύ καλά στο μεσογειακό κλίμα, μπορούν να αξιοποιήσουν φτωχά και υποβαθμισμένα εδάφη και αποφέρουν ικανοποιητικό εισόδημα στους παραγωγούς. Θα πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι οι εδαφολογικές και κλιματικές συνθήκες της χώρας μας ευνοούν ιδιαίτερα την ανάπτυξη αρωματικών φυτών, που δίνουν προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας.

Στη χώρα μας ευδοκιμούν περισσότερα από 112 είδη, εκ των οποίων 68 χαρακτηρίζονται και ως μελισσοτροφικά. Τα κυριότερα καλλιεργούμενα είδη είναι: το δίκταμο, ο κρόκος, η μέντα, η ρίγανη, το τσάι του βουνού, ο μαραθόσπορος και ο γλυκάνισος. Ο κρόκος καταλαμβάνει την πρώτη θέση σε καλλιεργούμενη έκταση, παρουσιάζοντας μια σταθερότητα ως προς την έκταση και την παραγωγή, σύμφωνα με στοιχεία των τελευταίων ετών, ενώ και η ρίγανη παρουσιάζει αλματώδη αύξηση των αντίστοιχων στοιχείων.

Τα κυριότερα εμπορικά αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά στην Ελλάδα είναι: το τσάι του βουνού, το φασκόμηλο, η ρίγανη, το γλυκάνισο, ο βασιλικός, το μάραθο (μαραθόσπορος), το χαμομήλι, η δάφνη, η μέντα, ο δυόσμος, το κόλιανδρο, το κύμινο, η λεβάντα, το μελισσόχορτο και τέλος τα τυπικά προϊόντα κάποιων περιοχών της Ελλάδας όπως η μαστίχα της Χίου, ο κρόκος της Κοζάνης και το δίκταμο της Κρήτης.

Στις 30 Δεκεμβρίου 2013 ξεκίνησε και επίσημα μέσω του μέτρου 123α «Αύξηση της αξίας των γεωργικών προϊόντων» του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης 2007-2013 η δυνατότητα υποβολής επενδυτικών προτάσεων ελάχιστου προϋπολογισμού 100 εκατ. ευρώ για ίδρυση, εκσυγχρονισμό, επέκταση, μετεγκατάσταση μονάδων τυποποίησης και επεξεργασίας αρωματικών, φαρμακευτικών φυτών και κρόκου Κοζάνης. Απαραίτητη προϋπόθεση η ύπαρξη αναγνωρισμένης ομάδας παραγωγών για τη δυνατότητα επιχορήγησης της συγκεκριμένης δραστηριότητας.

Τα ποσοστά επιχορήγησης διαφέρουν και ξεκινούν από 25% για τις μεγάλες επιχειρήσεις και μπορούν να φτάσουν και το 50% ανάλογα το ύψος της επένδυσης και ανάλογα την περιφέρεια στην οποία πραγματοποιείται η επένδυση.

Ταυτόχρονα παραμένει ενεργός ο νέος επενδυτικός νόμος 4146/13, που αποτελεί τροποποίηση του 3908/11, ο οποίος επιχορηγεί τη μεταποίηση των αρωματικών φυτών, και αυτός συμπληρωματικά προς το μετρό 123α και αυτός με ελάχιστο επένδυσης τα 100.000 ευρώ. Και σε αυτή την περίπτωση τα ποσοστά επιχορήγησης μπορούν να φτάσουν σε κάποιες γεωγραφικές περιοχές και το 50%.



Υψηλές αποδόσεις για τα αιθέρια έλαια

Ακρως ελκυστικές είναι οι τιμές των αιθέριων ελαίων στο «χρηματιστήριο» των αποδόσεων. Οι οικονομικές αποδόσεις των αιθέριων ελαίων ανά στρέμμα σε ευρώ έχουν μεγάλο εύρος τιμών εξαιτίας των αυξομειώσεων των ποσοστών των διαφόρων συστατικών στο παραλαμβανόμενο αιθέριο έλαιο, που εξαρτώνται βασικά από το πολλαπλασιαστικό υλικό το οποίο έχει επιλεγεί προς καλλιέργεια.

Ο στόχος της καθετοποιημένης μονάδας παραγωγής φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών έγκειται στο να προσδώσει υπεραξία στο συγκομισμένο φυτικό υλικό.

Να μην το πουλήσει, δηλαδή, ο παραγωγός π.χ. 0.90-1,10 ευρώ το κιλό ως μπάλα ή χορτόμαζα στον χονδρέμπορο, αλλά να το επεξεργαστεί με τον κατάλληλο μηχανολογικό εξοπλισμό, ώστε να του προσδώσει υπεραξία.

Για να παράγει αιθέριο έλαιο μία τέτοια μονάδα, αρχικά χρειάζεται το εξειδικευμένο πολλαπλασιαστικό υλικό το οποίο θα προσφέρει φυτικό υλικό κατάλληλης ποιότητας για την παραλαβή ενός αιθέριου ελαίου, αποδεκτής σύνθεσης από τις διεθνείς αγορές, που να διαθέτει δηλαδή ορισμένα συστατικά, σε τέτοιες συγκεντρώσεις, ώστε να μπορεί να πωληθεί στην υψηλότερη δυνατόν τιμή.



Εσοδα 100.000 ευρώ σε ορίζοντα τριετίας

Οι δυνατότητες ανάπτυξης του κλάδου των αρωματικών φαρμακευτικών φυτών στην Ελλάδα, τόσο στον πρωτογενή όσο και στον τομέα μεταποίησης, είναι μεγάλες, ενώ υπάρχει ένα βασικό πλεονέκτημα των φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών σε σχέση με τα περισσότερα άλλα γεωργικά προϊόντα και ιδιαίτερα τα φρούτα και τα λαχανικά.

Ολα τα οπωροκηπευτικά θα πρέπει να διατίθενται μέσα σε μικρό χρονικό περιθώριο -έως ότου είναι ακόμη αποδεκτά από το καταναλωτικό κοινό-, απευθυνόμενα μάλιστα μόνο σε μία αγορά. Εδώ έγκειται και η μεγάλη διαφορά σε σχέση με τα βότανα, τα οποία διατίθενται σε τρεις διαφορετικές αγορές. Πράγμα το οποίο επωφελείται μια καθετοποιημένη μονάδα παραγωγής επεξεργασίας και μεταποίησης φαρμακευτικών φυτών.

Μια καθετοποιημένη μονάδα παραγωγής, επεξεργασίας και μεταποίησης φαρμακευτικών φυτών έχει τη δυνατότητα να διαθέτει σε τρεις διαφορετικές αγορές τα προϊόντα της.

Η πρώτη αγορά είναι αυτή των νωπών -φρέσκων- αρωματικών φυτών όπως π.χ. ο βασιλικός, η μέντα, ο δυόσμος, το δενδρολίβανο κ.ά., τα οποία βρίσκουμε στις λαϊκές (χύδην, σε ματσάκια, σε γλαστράκια κ.λπ.), στα σούπερ μάρκετ, στις κουζίνες των εστιατορίων, των ξενοδοχείων, των σπιτιών μας κ.λπ. Η δεύτερη και κύρια αγορά είναι αυτή των ξηρών φυτικών υλικών των αρωματικών φυτών, που αποτελεί τη μεγαλύτερη, είτε σε όγκο παραγωγής και διάθεσης, είτε σε τζίρο. Η τρίτη είναι αυτή που συνήθως αφήνει και τα μεγάλα κέρδη -υπό ορισμένες όμως και απαιτητικές συνθήκες-, αυτή των αιθερίων ελαίων, η οποία βέβαια απαιτεί και σημαντικές επενδύσεις και τεχνογνωσία.

Η προοπτική, άλλωστε, σε ορίζοντα τριετίας ετήσιων εσόδων της τάξης των 100.000 ευρώ κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητη είναι. Χρειάζεται όμως σχεδιασμός, απόκτηση τεχνογνωσίας, προσωπική ενασχόληση σε όλα τα στάδια -καλλιέργεια, επεξεργασία, μεταποίηση, απόσταξη, διακίνηση, εμπορία- πέρα από τα αναγκαία κεφάλαια.


Τα πλεονεκτήματα
Σύμφωνα με τους ειδικούς όμως, χρειάζεται σχεδιασμός, απόκτηση τεχνογνωσίας, προσωπική ενασχόληση σε όλα τα στάδια -καλλιέργεια, επεξεργασία, μεταποίηση, απόσταξη, διακίνηση, εμπορία- πέρα από τα αναγκαία κεφάλαια. Σε αντίθεση με έναν απλό αγρότη, σε μια σωστή καθετοποιημένη μονάδα παραγωγής φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών δεν υπάρχει περίπτωση να μείνει αδιάθετο ή να αλλοιωθεί κάποιο προϊόν της, καθώς σε κάθε περίπτωση μετακυλίεται το αδιάθετο υλικό στην επόμενη αγορά - εάν π.χ. δεν διατεθούν ποσότητες νωπών -φρέσκων- αρωματικών φυτών αυτές οι ποσότητες δεν χάνονται, γιατί εύκολα θα περάσουν από το ξηραντήριο και τον άλλο μηχανολογικό εξοπλισμό της μονάδας και στη συνέχεια θα διατεθούν σαν ξηρό φυτικό υλικό.

Εάν πάλι δεν είναι δυνατό να πωληθούν όλες οι ποσότητες των ξηραμένων φυτικών υλικών, μπορούν εύκολα να αποσταχθούν στην αποστακτική μονάδα και να διατεθούν ως αιθέριο έλαιο.

Μια καθετοποιημένη μονάδα παραγωγής αιθέριων ελαίων απαιτεί έκταση τουλάχιστον 90 στρεμμάτων, με το κόστος της επένδυσης να ξεκινά από περίπου 210.000 ευρώ.

Οσον αφορά, πάντως, τα απαιτούμενα κεφάλαια, υπάρχει η δυνατότητα επιδοτήσεων από τα χρηματοδοτικά προγράμματα που τρέχουν. Ο παραγωγός που εγκαθιστά μία καθετοποιημένη μονάδα παραγωγής αρωματικών φυτών και αιθέριων ελαίων γίνεται συγχρόνως και επιχειρηματίας, γιατί σπάνια πλέον δίνει το πρωτογενές προϊόν του στον χονδρέμπορο σε εξευτελιστικές τιμές, καθώς προτιμά να το διαθέσει ο ίδιος.


Οι δαπάνες που ενισχύονται

Δαπάνες για τις οποίες παρέχεται ενίσχυση (επιλέξιμες δαπάνες):
  • Τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου.
  • Την κατασκευή ή τη βελτίωση ακινήτων.
  • Την προμήθεια και εγκατάσταση νέου μηχανολογικού εξοπλισμού, συμπεριλαμβανομένου και του λογισμικού πληροφορικής και του εξοπλισμού των εργαστηρίων στον βαθμό που εξυπηρετεί τη λειτουργία της μονάδας, περιλαμβανομένης της χρηματοδοτικής μίσθωσης, όπως προβλέπεται στις εθνικές διατάξεις.
  • Τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας αποβλήτων όχι ως μεμονωμένη δράση αλλά ως τμήμα της συνολικής παραγωγικής επένδυσης.
  • Την αγορά οχημάτων για τη μεταφορά των ζωικών υποπροϊόντων και πτωμάτων με προδιαγραφές σύμφωνες με την κείμενη νομοθεσία (Καν. 1069/09 & Καν. 142/11), στο πλαίσιο της δράσης που αφορά ίδρυση, επέκταση και εκσυγχρονισμό μονάδων αδρανοποίησης υποπροϊόντων σφαγής.
  • Τα γενικά έξοδα μέχρι 5% του συνόλου του προϋπολογισμού, όπως αμοιβές μηχανικών, συμβούλων και άδειες πέραν των παραπάνω δαπανών.
  • Τα απρόβλεπτα ενισχύονται μέχρι 5% του συνόλου του προϋπολογισμού της αίτησης ενίσχυσης εφόσον αφορούν επιλέξιμες δαπάνες.
  • Δαπάνες για μελέτες σκοπιμότητας, δαπάνες για τη δημιουργία αναγνωρίσιμου σήματος (ετικέτας) του προϊόντος, απόκτηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, έρευνα αγοράς για τη διαμόρφωση της εικόνας του προϊόντος (συσκευασία, σήμανση).
  • Την απόκτηση πιστοποιητικών από αρμόδιους οργανισμούς (όπως ISO, HACCP κλπ.).
  • Την αγορά fax, τηλεφωνικών εγκαταστάσεων, δικτύων ενδοεπικοινωνίας και ηλεκτρονικών υπολογιστών, συμπεριλαμβανομένου του απαραίτητου για τη λειτουργία της επένδυσης λογισμικού, φωτοτυπικών και συστημάτων ασφαλείας των εγκαταστάσεων.
  • Την κατασκευή της κατοικίας φύλαξης των εγκαταστάσεων μέχρι του ποσού των 50.000€.
  • Τα έξοδα για την κατασκευή γεώτρησης προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες της μονάδας.



ΚΩΣΤΑΣ ΝΑΝΟΣ, ΕΘΝΟΣ