Μπορεί η χώρα μας να κατέχει την πρώτη θέση, ανάμεσα σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές, σε ό,τι αφορά τον αριθμό επαγγελματιών μελισσοκόμων που διαθέτει, ωστόσο ελλείψει επιχειρηματικής νοοτροπίας, υποδομών και σωστού Marketing, το... χρυσάφι που παράγεται στην Ελλάδα, δεν αξιοποιείται ούτε ορθά για την τσέπη των παραγωγών, ούτε προς όφελος της εθνικής μας οικονομίας.
Οπως τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής μελισσοκομίας γεωπονικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Ανδρέας Θρασυβούλου, στην Ελλάδα σήμερα δρουν 15.500 μελισσοκόμοι, με το 35% αυτών να βρίσκονται στη Μακεδονία, ένα επίσης πολύ μεγάλο ποσοστό τους έχουν έδρα την Κρήτη, ενώ οι υπόλοιποι είναι διάσπαρτοι σε όλη τη χώρα. Οι Έλληνες μελισσοκόμοι, που όλοι μαζί αποδίδουν σε ετήσια βάση παραγωγή 15.000 τόνων μελιού, έχουν 1,5 εκατ. μελίσσια και σύμφωνα με τον καθηγητή του ΑΠΘ, είμαστε η δεύτερη χώρα σε αριθμό μελισσιών, ύστερα από την Ισπανία, κατέχοντας ωστόσο τα πρωτεία στην κατανάλωση του προϊόντος, που φθάνει σε 1.620 γρμ./άτομο ετησίως. Στα πλεονεκτήματά μας εντάσσονται το ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο σε ό,τι αφορά την πυκνότητα μελισσιών, με 11,5 μελίσσια ανά τετραγωνικό μέτρο, ενώ υπάρχουν και περιοχές, όπως Χαλκιδική και Θάσος, που αυτή φθάνει στα 85 μελίσσια/τετραγωνικό μέτρο. Μεταξύ άλλων, σημείωσε ότι ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις η άγνοια τεχνολογικών μέσων και πρακτικών, ουσιαστικά επιβαρύνει τον επαγγελματία με περισσότερη δουλειά, ανεβάζοντας το κόστος παραγωγής του, ωστόσο δεν συμβαίνει το ίδιο και με την μελισσοκομία. Χαρακτήρισε ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι οι μελισσοκόμοι στη χώρα μας δεν ακολουθούν την τεχνολογία, καθώς όπως πρόσθεσε, με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται άριστης ποιότητας μέλι για τους καταναλωτές, το οποίο δεν είναι επεξεργασμένο, ούτε φορτωμένο με χρωστικά και άλλες χημικές ουσίες, με αποτέλεσμα να είναι πλούσιο σε αρωματικές ουσίες και θρεπτικά συστατικά.
Παράλληλα, σημείωσε ότι η χώρα μας είναι η μοναδική στην Ευρώπη που έχει νομοθεσία για τα χαρακτηριστικά των αμιγών κατηγοριών μελιού, αναφορικά με την βοτανική τους προέλευση. Και αυτό, τη στιγμή που η ευρωπαϊκή νομοθεσία παρουσιάζει κενά, αφού η ΕΕ, όντας ελλειμματική σε μέλι, το αντιμετωπίζει ως εμπορικό προϊόν, με αποτέλεσμα να μην προωθούνται ρυθμίσεις και κίνητρα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αύξηση της παραγωγής. Σημειώνεται ότι η νομοθεσία που υπάρχει αφορά αποκλειστικά και μόνο τα προϊόντα κυψέλης, ενώ σε ό,τι αφορά υποπροϊόντα, όπως το βασιλικό πολτό, δεν υπάρχει καμία αναφορά πουθενά.
«Αυτά είναι τα μπράβο και τα ζήτω μας», επεσήμανε χαρακτηριστικά ο κ. Θρασυβούλου, υπογραμμίζοντας ότι, ενώ στη χώρα μας παράγεται εξαιρετικής ποιότητας μέλι, με το πευκόμελο να αποτελεί το μεγαλύτερό μας ατού, αντιπροσωπεύοντας μάλιστα και το 65% της συνολικής ελληνικής παραγωγής, ωστόσο δεν γίνονται τα σωστά βήματα για να εξάγεται το προϊόν σε μεγαλύτερες ποσότητες των 750 τόνων που εξάγουμε ετησίως.
Περαιτέρω, ο ίδιος διευκρίνισε ότι οι Έλληνες μελισσοκόμοι είναι αρκετά πίσω σε ό,τι αφορά τη σωστή προώθηση των προϊόντων τους. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι ενώ στην Ευρώπη πευκόμελο παράγουν μόνο Ελλάδα και Τουρκία, στο ευρύ κοινό είναι γνωστό ότι τη συγκεκριμένη ποιότητα μελιού διαθέτει και προωθεί μόνο η γείτονα χώρα. “Δυστυχώς”, όπως επεσήμανε ο κ. Θρασυβούλου, “πρέπει σε κρατικό επίπεδο να βρεθεί ο τρόπος και οι άνθρωποι που θα πάρουν από το χέρι τους μελισσοκόμους, δείχνοντάς τους ένα ένα τα βήματα που πρέπει να κάνουν για να αυξήσουν την εξαγωγική τους δραστηριότητα και να προωθήσουν σωστά τα προϊόντα τους”.
Αρνητικά κρίνει ο κ. Θρασυβούλου και το γεγονός ότι είναι νομοθετημένο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στις συσκευασίες μελιού που πωλούνται στο καταναλωτικό κοινό να αναγράφεται με ψιλά γράμματα το εξής “μίγμα Ευρωπαϊκής κοινότητας- μίγμα εκτός ΕΚ”, χωρίς να διευκρινίζεται η χώρα προέλευσης. Οπως εξήγησε, η επιστημονική κοινότητα σε παγκόσμιο επίπεδο έχει επανειλημμένα καταθέσει προτάσεις που εξηγούν μεταξύ άλλων γιατί πρέπει να αναγράφεται η χώρα προέλευσης και γιατί ο καταναλωτής δικαιούται να ξέρει τι καταναλώνει. Σε σχετική ψηφοφορία που έγινε, δύο χώρες ψήφισαν κατά με τη μία να είναι η Γερμανία, ενώ την άλλη ο κ. Θρασυβούλου δεν θέλησε να μας αποκαλύψει.
Πάντως, ο ίδιος ερωτηθείς για το μέλλον της μελισσοκομίας, τόνισε «από το 1997 λαμβάνουμε κοινοτική επιδότηση ύψους 5,9 εκατ. ευρώ ετησίως, ένα μέρος των χρημάτων αυτών οι Έλληνες μελισσοκόμοι τα επενδύσουν σε υποδομές που θα στηρίξουν τον κλάδο του αύριο, τότε το μέλλον καταγράφεται ιδιαίτερα ευοίωνο».
Για την ανάγκη οι μελισσοκόμοι στη χώρα μας να αποκτήσουν επιχειρηματική νοοτροπία μας μίλησε ο γενικός γραμματέας ΕΒΕΠΕ Κοζάνης, Γιάννης Μητλιάγκας, τονίζοντας ότι εάν δεν αξιοποιηθούν σωστά τα χρηματοδοτικά εργαλεία, έτσι ώστε να πάμε σε συμβολαιακή κάλυψη του προϊόντος, τότε ο κλάδος σε μερικά χρόνια θα σβήσει.”Πρέπει να πούμε τέρμα στο χύμα και να δουλέψουμε για προϊόντα ετικέτας σε καθετοποιημένες μονάδες. Μια μονάδα μεσαίου μεγέθους, κοστίζει περί τις 500.000 ευρώ, όπως ανέφερε.
Όλα τα αναφερόμενα θα αποτελέσουν το αντικείμενο ημερίδας που διοργανώνεται αύριο στην Κοζάνη, με θέμα “Σύγχρονες τάσεις στη μελισσοκομία”. Την ημερίδα συνδιοργανώνουν η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας-Περιφερειακή Ενότητα Κοζάνης και Μελισσοκομικός Συλλογος Ν. Κοζάνης.
ΑΠΕ-ΜΠΕ