Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Κερδοφόρα η καλλιέργεια σαλιγκαριών

Σαλιγκά­ρια γιαχνί, σαλιγκάρια στιφάδο, χοχλιοί μπουρμπουριστοί… ένα θέμα που προκαλεί διαφωνία και διχασμό ιδιαίτερα στους Έλληνες! Στα πρωτοβρόχια τα σαλιγκάρια «ξεμυτίζουν» σιγά – σιγά και προκαλούν συζητήσεις, καθώς είναι ένα θέμα στο οποίο δεν υπάρχει μέση οδός… παρά μόνο άκρα. Ή τα λατρεύεις ή τα σιχαίνεσαι, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να τα βλέπουν ούτε καν στο δρόμο και άλλοι που όταν βρίσκονται στο πιάτο τους τα θεωρούν έναν από τους εκλεκτότερους και σπανιότερους μεζέδες… 
Τα σαλιγκάρια όμως αποτελούν και μια ιδιαίτερα θρεπτική τροφή, καθώς είναι μια εξαιρετικά πλούσια πηγή σιδήρου, ανώτερη και από το κόκκινο κρέας, αλλά και ­πρωτεΐνης, ενώ έχουν και πάρα πολύ χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά. 
Μάλιστα πρόκειται για μια τροφή που οι πρόγονοί μας από πολύ παλιά τα είχαν συμπεριλάβει στη διατροφή τους, ενώ αργότερα οι πιο καλοφαγάδες Ρωμαίοι τα απολάμβαναν μαγειρεμένα με διαφορετικούς τρόπους. Στην Ρώμη άλλωστε τα σαλιγκάρια θεωρούνταν τροφή των ευγενών και για το λόγο αυτό τα εξέτρεφαν σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους των αυλών τους. 
Στην Ελλάδα, εκτός από την Κρήτη που είναι πιο εξοικειωμένοι και αποτελούν μια από την κύρια τροφή τους, άλλωστε οι Κρητικοί είναι πρωταθλητές παγκοσμίως στην κατανάλωση τους, τα σαλιγκάρια δεν είναι αγαπητά, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που πραγματικά αηδιάζουν στο άκουσμα και την θέα τους. 
Παραμένουν όμως περιζήτητα ως έδεσμα από τους μερακλήδες. Τα γαστερόποδα, κεφαλόποδα μαλάκια με πνεύμονα, αυτή είναι η πλήρη επιστημονική ονομασία τους, ακόμα είναι διαδεδομένα ιδιαίτερα στην Γαλλία και την Ιταλία. 

Το πρώτο σαλιγκαροτροφείο στον Αλμυρό 
Στην περιοχή «Καραγάτσι» Αλμυρού υπάρχει η πρώτη και μοναδική στην Μαγνησία πρότυπη μονάδα εκτροφής σαλιγκαριών. Ο ιδιοκτήτης της Θανάσης Μασούρας έχει δημιουργήσει σε μια έκταση 500 τ.μ. εκτροφείο σαλιγκαριών που αποτελεί πραγματικό χρυσορυχείο… 
Η ιδέα για την δημιουργία της μονάδας προήλθε από την σύζυγό του Θανάση, Αναστασία, με την οποία διατηρεί την μονάδα. Η ίδια κατάγεται από την Μικρά Ασία, όπου τα σαλιγκάρια ήταν κύριο κομμάτι της καθημερινής διατροφής τους. 
«Ψάξαμε στο ίντερνετ βρήκαμε κάποιες πληροφορίες και μετά απευθυνθήκαμε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας γιατί στο τμήμα γεωπονίας, ιχθυολογίας και υδάτινου περιβάλλοντος υπήρχε μια ομάδα φοιτητών που ασχολούνταν με τα σαλιγκάρια. Τα παιδιά και συνεργάτες του Πανεπιστημίου μας βοήθησαν πάρα πολύ στα πρώτα μας βήματα» λέει ο κ. Μασούρας, ενώ τονίζει πως «ακόμα είμαστε σε νηπιακό επίπεδο. Θα αναπτυχθούμε ακόμα παραπάνω αλλά χρειάζεται χρόνος». 
Ο κ. Μασούρας εκτρέφει ένας είδος κρητικού χοχλιού που αποτελεί είδος 
ερμαφρόδιτο και υποχρεωτικά ετερογονιμοποιούμενο. Τα σαλιγκάρια αυτά γονιμοποιούνται την άνοιξη, νωρίς το καλοκαίρι και στην Ελλάδα και το φθινόπωρο. 
Να αναφερθεί εδώ πως στη χώρα μας, η περίοδος συλλογής σαλιγκαριών καθορίζεται με προεδρικό ­διάταγμα από τον Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο, αλλά, κακά τα ψέματα, αυτό δεν ­τηρείται, επιφέροντας και τις ανάλογες επιπτώσεις. Σύμφωνα με μελέτη που ­εκπονήθηκε πρόσφατα από τη Σχολή Γεωπονικών Επιστημών του Πανεπιστη­μίου Θεσσαλίας, από τη δεκαετία του ’80 έως και του ’90 υπήρχε μια σημαντική μεταπρατική βιομηχανία σαλιγκαριών με πολλές εξαγωγές, που σήμερα πια έχει ατονήσει. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, συλλέγονταν 800-1.000 τόνοι χοχλιών (Helix aspersa) το χρόνο, ενώ ­σήμερα με δυσκολία ξεπερνούν τους 150… 

Η εγκατάσταση 
Η σαλιγκαροτροφία είναι μια ιδιαίτερη παραγωγή που θα πρέπει κάποιος να έχει όρεξη και υπομονή αρχικά, να διαθέτει εδαφική έκταση αλλά και να έχει εξασφαλίσει την υδροδότηση του χωραφιού. 
Στο χωράφι πρέπει να υπάρχουν περίφραξη, λαμαρίνες, σύστημα τεχνικής βροχής καθώς και λίπανσης-απολύμανσης, πάσσαλοι, ενώ παράλληλα ο παραγωγός θα πρέπει να προμηθευτεί πιστοποιημένες μάνες, φυτά για διατροφή και πάχυνση όπως μαρούλι, ηλίανθος, κοκκινογούλι, ιταλικό τριφύλλι, ειδικό δίκτυ εσωτερικής περίφραξης και απολυμαντικά. 
Από το δεύτερο χρόνο και μετά, το μόνο που πληρώνει ο παραγωγός είναι τους σπόρους ενώ το κύριο μέλημα του είναι το «δρόσισμα» των σαλιγκαριών: θα πρέπει καθημερινά να ποτίζει το εκτροφείο για 10 λεπτά της ώρας. 
Οι υποψήφιοι επενδυτές που θέλουν να δημιουργήσουν εκτροφείο σαλιγκαριών μπορούν να έχουν επιχορήγηση μέχρι και 40%, εξασφαλίζοντας μερίδιο αγοράς ικανό να συντηρήσει μια επιχείρηση και ικανοποιητικές τιμές παραγωγού. Στον εθνικό αναπτυξιακό νόμο στο κεφάλαιο με τις γεωργικές επενδύσεις συγκαταλέγεται και η σαλιγκαροτροφία. Ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να συντάξει μελέτη και να υποβάλει τον φάκελο στην έδρα της περιφέρειας της περιοχής του. 
Ως μια εναλλακτική οικονομική δραστηριότητα στην ύπαιθρο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η βιολογική σαλιγκαροτροφία με κλειστά ελεγχόμενα συστήματα εκτροφής. Η σαλιγκαροτροφία αποτελεί για τους κατοίκους της υπαίθρου μια εναλλακτική απασχόληση, είτε ως οικοτεχνία, είτε επιχειρηματικά, εάν οργανωθεί σε σωστή βάση. Η σαλιγκαροτροφία, και ειδικά η βιολογική σαλιγκαροτροφία, με χρήση αυτοχθόνων ειδών σαλιγκαριών μπορεί να αποτελέσει εναλλακτική οικονομική δραστηριότητα και να συντελέσει στη διατήρηση των αυτοχθόνων ειδών σαλιγκαριών. 
Πάντως παρά το έντονο ενδιαφέρον αγροτών για τον κλάδο, εξακολουθεί να υπάρχει έλλειψη εμπειριών, τεχνογνωσίας και τεχνολογίας προσαρμοσμένης στις συνθήκες κάθε περιοχής για την παραγωγή σαλιγκαριών σε κλειστά ελεγχόμενα συστήματα εκτροφής. 

Η παραγωγή 
Στη φάση της τοποθέτησης των αυγών σκάβουν ελάχιστα χιλιοστά και τα τοποθετούν. Ύστερα από μια περίοδο 20 ημερών το λιγότερο τα σαλιγκαράκια βγαίνουν στο έδαφος.
Κάθε σαλιγκάρι γεννάει με περιοδικότητα 15 λεπτών και ολοκληρώνει την γέννηση σε 25 - 30 ώρες. Από κάθε σαλιγκάρι θα έχουμε 80 – 120 αυγά περίπου 3μμ διάμετρο. Το μικρό σαλιγκάρι θα είναι ακριβώς το ίδιο με έναν ενήλικο, μόνο που θα διαθέτει πιο διάφανο καβούκι και το βάρος του θα αυξηθεί πολύ γρήγορα τρώγοντας. Σε 1.000 τ.μ. μπορούν να εκτραφούν τέσσερις τόνοι σαλιγκαριών, ενώ το κάθε σαλιγκάρι γεννά 5 φορές το χρόνο από 95-125 αυγά τη φορά.

Ιταλία και Γαλλία «παρακαλάνε» για σαλιγκάρια 
Εχει ερευνηθεί ότι το καθαρό εισόδημα ανά στρέμμα εντατικά καλλιεργούμενης έκτασης μπορεί να φτάσει τα 15.000 ευρώ από το δεύτερο χρόνο και σε ετήσια βάση. Η ανά στρέμμα παραγωγή μπορεί να φτάσει μέχρι και τέσσερις τόνους σαλιγκάρια τον χρόνο. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι ο χρόνος διαχείρισης της μονάδας που απαιτείται από τον εκτροφέα είναι ελάχιστος, ενώ εξασφαλισμένη είναι και η πώληση ολόκληρης της παραγωγής. 
Ήδη όπως μας λέει ο Θανάσης Μασούρας υπάρχει μεγάλη ζήτηση για διάθεση σε Κρήτη και Κύπρο, Ιταλία και Γαλλία ωστόσο ο ίδιος δεν μπορεί να εξάγει ακόμα καθώς πρόκειται για οικογενειακή επιχείρηση την οποία επεκτείνει σιγά – σιγά. 
«Αυτή την στιγμή η παραγωγή που έχω στο μισό στρέμμα δεν φτάνει για να καλύψω την ζήτηση στην Ελλάδα, που να βγω και εξωτερικό. Μόλις μεγαλώσουμε την μονάδα, επεκταθούμε θα πάμε και Ιταλία, Γαλλία και αλλού. Μας ζητάνε αλλά δεν έχουμε τόσα πολλά που θέλουνε», τονίζει ο κ. Μασούρας. 
Να αναφερθεί εδώ πως τα σαλιγκάρια πωλούνται περίπου προς 4.50 ευρώ το κιλό στην χονδρική, ενώ αγγίζουν ακόμα και τα 9.00 ευρώ το κιλό στην λιανική πώληση. Προς το παρόν εξάγονται κονσερβοποιημένα και όχι νωπά, παρά το γεγονός ότι η ζήτηση είναι μεγάλη από πολλές χώρες της κεντρικής Ευρώπης, με πρώτη τη Γαλλία, όπου τα σαλιγκάρια -σύμφωνα με το έθιμο- είναι και χριστουγεννιάτικο φαγητό. 

Τεράστια διατροφική αξία 
Τα σαλιγκάρια αποτελούν μια εξαιρε­τικά θρεπτική τροφή, χαμηλή σε θερμίδες. Τα 100 γρ. δίνουν 90 θερμίδες, 16,1% πρωτεΐνες και μόνο 1,4% λιπαρά. Ωστόσο οι τιμές που αναφέρουμε αφορούν τα σκέτα σαλιγκάρια. Ο τρόπος μαγειρέματος μπορεί να αυξήσει σημαντικά τα λιπαρά και τις θερμίδες. Επιπλέον, τα σαλιγκάρια έχουν πολύ χαμηλή περιεκτικότητα σε αλάτι, ενώ αποτελούν μια πλούσια πηγή βιταμινών, ιχνοστοιχείων και μετάλλων (3,3%), ιδιαίτερα δε σιδήρου (περισσότερο και από το κόκκινο κρέας), καλίου και μαγνησίου. 
Το σαλιγκάρι είναι υγιεινό αλλά και θεραπευτικό για πολλές παθήσεις και πωλείται στα φαρμακεία του εξωτερικού, επειδή θεραπεύει ασθένειες όπως έλκος στομάχου, χοληστερίνη, νεφροπάθειες κ.ά. Επίσης, το σαλιγκάρι είναι άοσμο, δε θορυβεί, δε μολύνει το περιβάλλον, αντιθέτως από το κέλυφός του βγαίνει αρκετό ασβέστιο, εμπλουτίζοντας το χώρο στον οποίο ζει. 

Πηγή: Ταχυδρόμος του Βόλου 
Άρθρο της Αλίκης Φωτιάδου

e-geoponoi.gr