Σελίδες

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Η "χαμένη γενιά" της Ευρώπης

Της Katinka Barysch

Τα ποσοστά ανεργίας σε κάποιες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι σκανδαλωδώς υψηλά. Πολλές χώρες της ΕΕ ελπίζουν να αντιγράψουν την επιτυχία του γερμανικού μοντέλου. Αν και οι χώρες θα έπρεπε να ενθαρρύνονται να μαθαίνουν η μία από την άλλη, δεν υπάρχει λύση που να ταιριάζει σε όλες τις περιπτώσεις, σχετικά με την κρίση στον κλάδο της εργασίας. Και πολλά μέτρα δεν θα πετύχουν μέχρι να επιστρέψει η ανάπτυξη.
Η ανεργία μεταξύ των νέων πάντα ήταν υψηλότερη από το γενικό ποσοστό της ανεργίας, αλλά η οικονομική κρίση έχει διευρύνει περισσότερο αυτό το χάσμα. Σύμφωνα με τη Eurostat, το 22% των νέων ηλικίας 15-24 ετών στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι άνεργοι. Στις χώρες που έχουν πληγεί υψηλότερα από την κρίση, όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, το ποσοστό αυτό είναι στο 50%. 
Αυτά τα ποσοστά είναι σοκαριστικά, αλλά επίσης κατά κάποια τρόπο παραπλανητικά. Όπως και με τη στατιστική στην γενικότερη ανεργία, η ανεργία των νέων μετράται ως το ποσοστό των νέων που αναζητούν εργασία, μεταξύ όλων των νέων που είτε εργάζονται είτε αναζητούν εργασία. Αλλά πολλοί νέοι δεν κάνουν τίποτα από τα δύο. Εκατομμύρια είναι ακόμη στην εκπαίδευση. Πολλοί έχουν απλώς εγκαταλείψει την αναζήτηση εργασίας. Αυτές οι ομάδες δεν καταμετρούνται στα στατιστικά της ανεργίας των νέων, που οδηγεί το συνολικό ποσοστό της ανεργίας υψηλότερα.
Ένας πιο ακριβής δείκτης της κρίσης στην απασχόληση των νέων είναι ο ΝΕΕΤ (not in education, employment or training). Είναι το σύνολο των νέων ανθρώπων χωρίς απασχόληση, εκπαίδευση ή κατάρτιση. Το προηγούμενο χρόνο η Ευρώπη είχε 7,5 εκατομμύρια NEETs ηλικίας 15-24 ετών. Εάν η ηλικιακή ομάδα επεκταθεί στα 29, ο αριθμός εκτινάσσεται στα 14 εκατομμύρια, περίπου το 15% όλων των νέων ανθρώπων στην ΕΕ.
Τα ποσοστά ΝΕΕΤ είναι υψηλότερα στις Νότιες και Ανατολικές χώρες της ΕΕ και χαμηλότερα στις σκανδιναβικές χώρες, τη Γερμανία και την Ολλανδία. Στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία, περίπου το ένα τέταρτο των ανθρώπων κάτω των 30 ετών είναι ΝΕΕΤ, στην Αυστρία και την Ολλανδία το ποσοστό αυτό είναι μόλις 5%-8%. Το Ηνωμένο Βασίλειο, ασυνήθιστο για μια χώρα με ευέλικτη αγορά εργασίας και αξιοπρεπή εκπαίδευση, έχει ένα εκατομμύριο ΝΕΕΤ, σχεδόν όσους έχει η Ιταλία και η Ισπανία (εξαιτίας του μεγαλύτερου, νεότερου πληθυσμού, το βρετανικό ποσοστό ΝΕΕΤ, περίπου στο 16%, είναι ακόμη χαμηλότερα από τα αντίστοιχα της Ιταλίας και της Ισπανίας, που διαμορφώνονται ελαφρώς υψηλότερα του 20%).
Οι δείκτες NEETs είναι ένα μεγάλο βάρος για τις ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με το Eurofound (ένας ερευνητικός οργανισμός της ΕΕ που εξετάζει την εργασία και την ευημερία), κοστίζουν στις χώρες της ΕΕ περί τα 153 δισ. ευρώ σε κοινωνικά επιδόματα και χαμένη παραγωγή, σύμφωνα με στοιχεία του 2011. Πρόκειται για ποσό μεγαλύτερο από όλον τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Το πιο σημαντικό, μια παρατεταμένη ανενεργή περίοδος μπορεί να σημαδέψει τους νέους για πάντα. Πολλοί από όσους συγκαταλέγονται στους ΝΕΕΤ, δεν θα καταφέρουν ποτέ να καλύψουν τη διαφορά με τους συνομήλικούς τους. Πολλοί αντιμετωπίζουν μακροχρόνια ανεργία και κοινωνικά προβλήματα. Μερικοί οικονομολόγοι ήδη μιλούν για μια «χαμένη γενιά».

Τι θα πρέπει, τι μπορούν, να κάνουν οι ευρωπαϊκές χώρες για να βοηθήσουν τους νέους τους να βρουν εργασία;
Η ανάπτυξη είναι προφανώς σημαντική. Αυτές οι χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση –Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία- έχουν επίσης την πιο έντονη αύξηση στα ποσοστά ανεργίας των νέων. Οι Γερμανία, Αυστρία και Ολλανδία έχουν καλύτερες οικονομικές επιδόσεις και μέχρι στιγμής έχουν επίσης ξεφύγει από την κρίση απασχόλησης των νέων. Ρόλο παίζει επίσης και το δημογραφικό. Εξαιτίας των επίμονα χαμηλών ποσοστών γεννήσεων, λιγότεροι νέοι Γερμανοί εισέρχονται στην αγορά εργασίας. Η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, με καλύτερα δημογραφικά, έχουν περισσότερους νέους ανθρώπους να φροντίσουν.
Ωστόσο, η επιμονή της ανεργίας των νέων σε πολλές χώρες της ΕΕ υποδηλώνει ότι η ανάπτυξη από μόνη της δεν θα φτιάξει το πρόβλημα. Και σε μια χώρα όπως η Ιταλία, που έχει συρρίκνωση πληθυσμού, και πάλι οι νέοι δεν μπορούν να βρουν δουλειά. Χρειάζονται βαθύτερες μεταρρυθμίσεις.
Μια καλή εκπαίδευση είναι στις περισσότερες περιπτώσεις η καλύτερη ασφάλιση έναντι της ανεργίας. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, περισσότεροι από το 80% αυτών με πτυχίο Πανεπιστημίου έχουν δουλειά, αλλά αυτό ισχύει μόνο για το 55% αυτών με βασική εκπαίδευση. Ένα πτυχίο Πανεπιστημίου δεν είναι εγγύηση για δουλειά. Στην Ισπανία, το ποσοστό αυτών που παίρνουν δίπλωμα είναι σχεδόν αντίστοιχο με αυτό στην Ολλανδία. Ωστόσο, οι Ισπανοί φοιτητές αγωνίζονται, πολύ περισσότερο, για να βρουν δουλειά (ακόμη και πριν από την κρίση) σε σχέση με τους Ολλανδούς. Οι κυβερνήσεις πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα Πανεπιστήμια διδάσκουν το είδος των δεξιοτήτων που αναζητούν οι εργοδότες.
Συχνά οι εργοδότες προτιμούν έναν μαθητευόμενο με καλή εκπαίδευση παρά έναν που βρίσκεται στο μεταπτυχιακό και με ακατάλληλο πτυχίο. Οι χώρες με εύρυθμη λειτουργία των εκπαιδευτικών τους συστημάτων, που συνδυάζουν τη σχολική φοίτηση με το job training, τείνουν να έχουν χαμηλότερα ποσοστά ΝΕΕΤ. Η Γερμανία, η Αυστρία και η Ολλανδία, είναι καλά παραδείγματα.
Αυτού του τύπου τα «διπλά συστήματα» καθιστούν ευκολότερο για τους νέους να μετακινηθούν από την εκπαίδευση στον κόσμο της εργασίας, μειώνοντας τα ποσοστά εγκατάλειψης. Είναι επίσης ένας καλός μηχανισμός τροφοδότησης για να δείξει σε όσους εγκαταλείπουν το σχολείο, τι θέλουν και τι ζητούν οι εταιρείες. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι μόνο μία από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν προσπαθήσει να μιμηθούν τα οφέλη από το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα. Η επιτυχία ήταν ανάμεικτη. Μόλις το 8% των βρετανικών εταιρειών εκπαιδεύουν μαθητευόμενους, σε σχέση με περισσότερο από 30% στη Γερμανία.
Όπως επισημαίνει η Hilary Steedman από το London School of Economics, η Βρετανία έχει τάση να «παίζει» πολιτικά με το εκπαιδευτικό της σύστημα. Η μέση διάρκεια μιας βρετανικής περιόδου μαθητείας, είναι μόλις ένα έτος (τρία στη Γερμανία), θεωρητικά η εκπαίδευση μπορεί να είναι τόσο μικρή όσο μία ώρα την εβδομάδα (τουλάχιστον μία ημέρα την εβδομάδα στη Γερμανία) και ο πολλαπλασιασμός των επαγγελματικών προσόντων αφήνει τους πιθανούς εργοδότες σε σύγχυση και χωρίς καμία όρεξη. Το Συντηρητικό Κόμμα επικεντρώνεται περισσότερο σε υψηλότερα επίπεδα επιδεξιότητας και έτσι προτιμά μια κατάρτιση που είναι μεγαλύτερη και πιο εξελιγμένη. Η τρέχουσα κυβέρνηση συνασπισμού έχει υποσχεθεί να βοηθήσει, πληρώνοντας επιπλέον 250.000 θέσεις μαθητείας. Το αποτέλεσμα είναι μια μεγάλη αύξηση των μεγαλύτερων σε ηλικία μαθητευομένων καθώς οι εταιρείες σε δυσχερή οικονομική θέση ταξινομούν εκ νέου τα προγράμματα εκπαίδευσής τους ως «μαθητείες» προκειμένου να πληρούν τις προϋποθέσεις για τη στήριξη της κυβέρνησης.
Παρά το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλες χώρες σωστά πράττουν και μελετούν τη γερμανική επιτυχία, υπάρχουν πολλά χαρακτηριστικά που δεν είναι εύκολο να αποτυπωθούν και άλλα τα οποία δεν αξίζει λόγος να αντιγραφούν. Για παράδειγμα, ενώ η βρετανική αγορά εργασίας είναι μάλλον ευέλικτη, στη Γερμανία περισσότερα από 300 επαγγέλματα είναι προσβάσιμα σε ανθρώπους μόνο με τα τυπικά προσόντα. Με άλλα λόγια, χωρίς μαθητεία-εκπαίδευση, δεν υπάρχει δουλειά. Τέτοιοι κανονισμοί εισόδου έχουν κάποια οφέλη καθώς ανεβάζουν το γενικότερο επίπεδο δεξιοτήτων, το οποίο ως αντάλλαγμα καθιστά ευκολότερο για τους νέους εργαζόμενους να αλλάξουν δουλειά αργότερα. Αλλά καθιστούν επίσης τις αγορές εργασίας πιο άκαμπτες και εμποδίζουν την καινοτομία.
Η βελτίωση της εκπαίδευσης και η δημιουργία λειτουργικών διπλών εκπαιδευτικών συστημάτων, θα πάρει τουλάχιστον κάποιο χρόνο. Στο μεταξύ, οι χώρες της ΕΕ θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις ονομαζόμενες ενεργητικές πολιτικές για την αγορά εργασίας (ALMPs) για να βάλουν τους ανθρωπους ξανά σε εργασία. Αυτή τη στιγμή, λιγότερο από το ένα πέμπτο όσων συμμετέχουν σε μια τέτοια επανεκπαίδευση και σε προγράμματα στις χώρες της ευρωζώνης, είναι κάτω των 25 ετών. Αλλά πολλές χώρες της ΕΕ σχεδιάζουν τώρα ALMPs συγκεκριμένα για νέους ανθρώπους.
Η Σουηδία, η Φινλανδία και η Νορβηγία, πρωτοστάτησαν στην ιδέα των «εγγυήσεων για τους νέους» στη δεκαετία του 1980 και 1990. Οι υπηρεσίες απασχόλησης εκεί επεξεργάζονται ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα για κάθε νέο που βρίσκεται σε αδιέξοδο και στη συνέχεια τον φέρνουν γρήγορα είτε στην εκπαίδευση, είτε στην εργασιακή εμπειρία είτε σε μια δουλειά. Τα χαμηλά ποσοστά ΝΕΕΤ σε όλες τις σκανδιναβικές χώρες υποδηλώνουν ότι αυτά τα προγράμματα έχουν αποτέλεσμα. Ωστόσο, παρά τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας, οι νορβηγικές χώρες ξοδεύουν πολλά χρήματα σε τέτοια προγράμματα (1%-2% του συνολικού ΑΕΠ τους για όλες τις ALMPs). Και ακόμη και οι αποτελεσματικές υπηρεσίες απασχόλησης ήταν αναστατωμένες όταν η ανεργία των νέων αυξήθηκε, ως αποτέλεσμα της κρίσης. Οι χώρες της Νότιας Ευρώπης, με εκατομμύρια άνεργους νέους, θα δυσκολευτούν να αντιγράψουν τις σκανδιναβικές εγγυήσεις για τη νεολαία, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που αναγκάζονται να μειώσουν τους προϋπολογισμούς τους και να απολύσουν δημοσίους υπαλλήλους. Η ΕΕ έχει δώσει κάποια χρήματα για να βοηθήσει τις χώρες της ΕΕ να δημιουργήσουν ALMPs για τους νέους, να τους ενθαρρύνει να ξεκινήσουν επιχειρήσεις και να βελτιώσει τα συστήματα μαθητείας. Αλλά τα ποσά (8,3 δισ. ευρώ για 27 χώρες την περίοδο 2012-2013) είναι μηδαμινά σε σχέση με το μέγεθος της πρόκλησης.
Άλλος ένας –ενδεχομένως φθηνότερος- τρόπος για να βοηθηθούν οι νέοι στην εύρεση εργασίας, είναι να καταστούν οι αγορές εργασίας πιο ευέλικτες. Το Eurofound παρουσιάζει στοιχεία ότι οι αυστηροί κανονισμοί, όπως η νομοθεσία προστασίας της εργασίας, πλήττει δυσανάλογα τους νέους που ψάχνουν για εργασία. Μια εταιρεία δεν θα προσλάβει νέους, ανειδίκευτους εργάτες εάν δεν μπορεί να τους διώξει σε περίπτωση που αποδειχθούν άχρηστοι ή σε περίπτωση που οι επιχειρηματικές προοπτικές επιδεινωθούν. Τα μέτρα που είναι σχεδιασμένοι για να ωφελήσουν τους νέους εργαζόμενους, όπως η ενίσχυση των δικαιωμάτων για τους προσωρινούς εργαζόμενους και τους ημιαπασχολούμενους ή τους κατώτατους μισθούς, μπορούν να ωθήσουν προς τα άνω τα ποσοστά των ΝΕΕΤ. Ωστόσο, αν και πολιτικοί τακτικά εκφράζουν τη λύπη τους για τα υψηλά ποσοστά ανεργίας των νέων, τα βήματα για τη βελτίωση της κατάστασης είναι συχνά άτολμα.
Οι ειδικοί για την απασχόληση, σε ένα πρόσφατο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στη Ρώμη, συμφώνησαν ότι οι πετυχημένες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, συχνά δεν επιβάλλονται από τις κυβερνήσεις. Συνήθως προκύπτουν από τα εργατικά συνδικάτα και τους εργοδότες. Ωστόσο, τα εμπορικά συνδικάτα της Ευρώπης τείνουν να εκπροσωπούν τους μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζόμενους, με μόνιμες θέσεις. Αγωνίζονται λιγότερο έντονα για τα συμφέροντα των νέων εργαζόμενων, των ημιαπασχολούμενων ή αυτών που αναζητούν εργασία. Μόλις το 10% των νέων εργαζόμενων είναι μέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στην Ολλανδία, περίπου τα δύο τρίτα των μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων, είναι ηλικίας μεγαλύτερης των 45 ετών. Ο μέσος όρων στη Γερμανία, για τα ισχυρά συνδικάτων, είναι περίπου 50 έτη.
Το αποτέλεσμα είναι ότι οι ανάγκες των νέων ανθρώπων δεν εκπροσωπούνται επαρκώς σε συζητήσεις σχετικά με το πώς πρέπει να αλλάξουν οι αγορές εργασίας. Ως εκ τούτου, μια άλλη, ίσως κάπως περίεργη, λύση στο πρόβλημα της ανεργίας των νέων, είναι να συμμετάσχουν περισσότεροι νέοι άνδρες και γυναίκες στα εργατικά συνδικάτα και να κάνουν τη φωνή τους να ακουστεί.
Οι νέοι της Ευρώπης πλήττονται δυσανάλογα από την τρέχουσα κρίση. Οι ευρωπαϊκές χώρες και η ΕΕ πρέπει να κάνουν περισσότερα ώστε να αποτρέψουν από το να μετατραπούν μια χαμένη γενιά. Αν και πολλές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα αποδώσουν καλύτερα αποτελέσματα μόνο όταν επιστρέψει η οικονομική ανάπτυξη, η ώρα για να εφαρμοστούν είναι τώρα.


*Μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο εδώ:http://www.cer.org.uk/insights/europes-youth-job-crisis